Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020

"Οι εφιάλτες της γυναίκας": Διήγημα της Μαρίας Σκαμπαρδώνη


Το διήγημα αυτό μας έστειλε η δημοσιογράφος Μαρία Σκαμπαρδώνη της οποίας είναι πνευματικό
δημιούργημα και εμπίπτει στους κανόνες περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση
με την άδεια της της συγγραφέως.
Οι συχνοί εφιάλτες «καμπανάκι» για προβλήματα υγείας - Ειδήσεις ... 
"Οι εφιάλτες της γυναίκας"
Διήγημα τρόμου
Μία γυναίκα ξυπνάει έντρομη μέσα στη νύχτα; είναι κάθιδρη και αναστατωμένη. Κάποιος της επιτέθηκε στον ύπνο της και αποπειράθηκε να τη βιάσει! Είναι φριχτό και δε θα έπρεπε λογικά να ανησυχεί τόσο πολύ αφού τελικά δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Αλλά αυτό που την προβλημάτιζε είναι πως εδώ και αρκετό καιρό βλέπει το ίδιο. Κάθε βράδυ εκείνη περπατάει μόνη της στο σκοτάδι και κάποιος της επιτίθεται και προσπαθεί να της κάνει κακό.  Είναι φρικτό για μία γυναίκα να βλέπει ακόμα και στον ύπνο της πως γίνεται θύμα βίαιης επίθεσης. Μετά ξυπνάει, πριν δει τη φρικτή συνέχεια, πάντοτε ξυπνάει.
Σηκώθηκε από το κρεβάτι, δεν μπορούσε να κοιμηθεί ξανά. Ήταν εντελώς μόνη στο σπίτι, αποφάσισε να σηκωθεί και να πάει στην κουζίνα να πιει ένα ποτήρι νερό. Εκείνη τη στιγμή, εντελώς ξαφνικά, χτυπάει το τηλέφωνο.
Η γυναίκα τρομοκρατείται. Αναρωτιέται μέσα της τι θα έπρεπε να κάνει. Μα ποιος τη θυμήθηκε μέσα στην άγρια νύχτα; Μήπως τελικά το όνειρα που έχουν κυριεύσει τον ύπνο της τον τελευταίο καιρό, προσπαθούν να την προειδοποιήσουν για κάτι; Μήπως ενστικτωδώς είναι βέβαιη πως μπορεί ανά πάσα ώρα και στιγμή να είναι πια όνειρα;
Το τηλέφωνο δε σταματάει. Ένας φόβος διάχυτος την πλημμυρίζει εντός της και μία απορία αναδύεται βαθιά από μέσα της: να το σηκώσει ή να μην το σηκώσει; Είχε και τη μητέρα της άρρωστη στην επαρχία από την καρδιά της. Γυναίκα μεγάλης ηλικίας, μήπως της συνέβη κάτι και την ειδοποίησαν, έστω και μέσα στη νύχτα; Και αν δεν το σήκωνε και ήταν πραγματική η ανάγκη;
Αποφασίζει να το σηκώσει για να ακούσει από την άλλη άκρη του ακουστικού μία βαθιά και πηχτή φωνή –σα να έβγαινε από τάφο- η οποία της είπε τα εξής λόγια: <<Θα δεις τι θα πάθεις μέσα στις επόμενες ημέρες>>.
Τρομοκρατήθηκε, έκλεισε αμέσως το τηλέφωνο και έτρεξε στο κρεβάτι της να κουλουριαστεί κάτω από την κουβέρτα. Έπρεπε να δράσει, η ίδια η ζωή της κινδύνευε! και η πραγματικότητα και το όνειρο της έδειχναν ακριβώς το ίδιο πράγμα.
Αποφάσισε τότε να μιλήσει στο σύντροφό της –οι σχέσεις τους είχαν ψυχρανθεί τον τελευταίο καιρό, ίσως αυτή να ήταν μία ιδανική ευκαιρία ώστε να μπορέσουν να βρεθούν ξανά και να μονοιάσουν.
Την επόμενη ημέρα, έφυγε για τη δουλειά της στο γραφείο. Δεν προλαβαίνει να κατέβει στην είσοδο, ώστε να δει γραμμένη με μαύρη έντονη μπογιά τη φράση ‘’σε θέλω’. Εκείνη τη στιγμή, κατεβαίνει μαζί της και ο διαχειριστής της πολυκατοικίας.
-Καλημέρα σας, του λέει εκείνη. Μήπως γνωρίζουμε ποιος έγραψε αυτή τη φράση στον τοίχο;
-Όχι καλό μου κορίτσι, απαντάει εκείνος. Είναι πρώτη φορά που βάφουν τον τοίχο μας και γράφουν τέτοιο μηνύματα ερωτικού περιεχομένου. Δε σέβονται την περιουσία του άλλου στις ημέρες μας καθόλου πια! Πρέπει να σβήσουμε το μήνυμα από τη τζαμαρία της εισόδου και να την καθαρίσουμε.
Ευχαρίστησε το διαχειριστή για τις πληροφορίες και έφυγε. Στο δρόμο ήταν αρκετά προσεκτική, κάθε άγνωστος περαστικός θα μπορούσε να είναι για εκείνη ο μελλοντικός της βιαστής, αυτός που θα της έκανε κακό.
Φτάνοντας στο γραφείο και κατευθυνόμενη στον προσωπικό της χώρο, διέκρινε μία ανθοδέσμη με είκοσι κατακόκκινα τριαντάφυλλα. Νευριάζει, ποιος της τα έφερε; Γιατί δεν την αφήνουν ήσυχη, τι μπορεί να θέλουν από αυτή;
Φωνάζει υπαλλήλους και ρωτάει αν είδαν κανένα με περίεργη εμφάνιση να έρχεται στο γραφείο της. Εκείνες απάντησαν όχι, αδύνατο να ερχόταν κάποιος και να μην τον παρατηρούσαν.
Κάτι έπρεπε να κάνει, ο κλοιός γύρω από αυτή στένευε απειλητικά. Μήπως έπρεπε να απευθυνθεί στην αστυνομία; Σκέφτηκε τότε να περιμένει λίγες ημέρες ακόμα; ίσως να ήταν πράγματι, κάποιος τρελός της θαυμαστής ο οποίος με τον καιρό θα βαριόταν και θα σταματούσε.
Επιστρέφει στο σπίτι και ανοίγοντας την πόρτα, βλέπει τον αγαπημένη της Πέτρο να την περιμένει. Τρέχει και τον αγκαλιάζει, λέγοντας:
-Πέτρο μου πού είσαι; φωνάζει. Νόμιζα πως επειδή είχαμε μαλώσει, δε θα ενδιαφερόσουν πια για μένα.
-Μα τι λες καλή μου! βιάζεται να την καθησυχάσει ο άλλος. Φυσικά και θα ερχόμουν, έλαβα το μήνυμά σου στον τηλεφωνητή και δε σου κρύβω πως θορυβήθηκα αρκετά. Πες μου τι συμβαίνει;
 -Πέτρο κάποιος απειλεί να με βιάσει και να με σκοτώσει! του απαντάει εκείνη με τρεμάμενη φωνή. Είναι απίστευτο, στην αρχή νόμιζα πως όλο αυτό περιοριζόταν στη φαντασία μου, αλλά τις τελευταίες μέρες δέχομαι παράξενα τηλεφωνήματα στο σπίτι, μου στέλνουν λουλούδια στο γραφείο, μου γράφουν ερωτικά μηνύματα στην πόρτα και στην είσοδο της πολυκατοικίας. Δεν ξέρω τι να κάνω, έχω τρομοκρατηθεί!
-Ηρέμησε καλή μου! απάντησε εκείνος. Κάποιος παρανοϊκός θα είναι, δεν εξηγείται αλλιώς. Πρέπει να πάμε στην αστυνομία, να αντιδράσουμε κάπως.
-Σκέφτηκα να σε ενημερώσω πρώτα και να περιμένω ακόμα λίγες ημέρες. Θα μπορούσες όμως να μου κάνεις μία χάρη; Έλα να μείνεις εδώ για δύο τρεις ημέρες, φοβάμαι να μένω μόνη μου!
-Εντάξει, απάντησε εκείνος, θα έρθω.
Ήρθε το βράδυ και ο Πέτρος έμεινε δίπλα της μέχρι να βεβαιωθεί πως εκείνη θα κοιμηθεί ήρεμα.  Όταν διαπιστώνει πως εκείνη αποκοιμήθηκε, ξαπλώνει δίπλα της. 
Δεν περνάει όμως αρκετή ώρα, όταν ξαφνικά εκείνη αρχίζει να στριφογυρίζει μέχρι να σηκωθεί ξαφνικά βγάζοντας μία δυνατή κραυγή.
-Τι έπαθες αγάπη μου; ρωτάει έντρομος ο Πέτρος.
-Τον είδα ξανά! φώναξε εκείνη. Τον είδα, ήθελε να μου κάνει κακό! Τα όνειρά μου προσπαθούν να με προειδοποιήσουν, κάτι πρέπει να κάνω!
-Ηρέμησε αγάπη μου! της λέει ο Πέτρος αγκαλιάζοντάς τη. Θα δούμε με ηρεμία αύριο που θα έχει μέρα τι θα κάνουμε. Τώρα πρέπει μόνο να ηρεμήσεις.
Την επόμενη ημέρα, η γυναίκα ετοιμάζεται ώστε να πάει στη δουλειά της. Ο Πέτρος είχε σηκωθεί νωρίτερα από εκείνη και της είχε ετοιμάσει πρωινό.
-Καλημέρα! της είπε με γλυκιά φωνή. Πώς είσαι, αισθάνεσαι καλύτερα; Σου έχω ετοιμάσει πρωινό;
-Καλημέρα, απάντησε εκείνη. Ναι, είμαι καλύτερα. Πάω για λίγο στο μπάνιο να ετοιμαστώ για τη δουλειά.
Δεν προλαβαίνει να μπει στο μπάνιο, όταν ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνο.
-Αγάπη μου μπορείς να το σηκώσεις; τον παρακαλάει ευγενικά. Είμαι στο μπάνιο και δεν μπορώ να έρθω αυτή τη στιγμή.
Ο Πέτρος σηκώνει το τηλέφωνο για να ακούσει από την άλλη μεριά του ακουστικού την ίδια πηχτή και σκοτεινή φωνή να του λέει τα ίδια λόγια που είχε πει χθες στη γυναίκα: <<θα δεις τι θα πάθεις σε λίγες ημέρες>>.
Ο Πέτρος, φανερά εκνευρισμένος, αρχίζει να φωνάζει: <<Σταμάτα αυτό το αστείο, θα σε βρούμε και θα πάθεις όσα δεν έχει πάθει άνθρωπος μέχρι τώρα!>>
Πετάει το τηλέφωνο και εκείνη τη στιγμή βγαίνει έντρομη και η γυναίκα από το μπάνιο.
-Σου μίλησε; Ω Θεέ μου, κάποιος με απειλεί, κάποιος ξέρει τα πάντα για εμένα! Τα όνειρά μου δεν είναι τυχαία, προσπαθούν να με προειδοποιήσουν για το επικείμενο κακό! Πέτρο τι θα κάνουμε;
-Θα δούμε, απάντησε εκείνος. Πρέπει να ενημερώσουμε την αστυνομία. 
Η γυναίκα πήγε στη δουλειά της, ελπίζοντας πως εκείνη θα τη βοηθήσει να ξεπεράσει το φόβο που της δημιούργησε το σημερινό τηλεφώνημα.
Κατά περίεργο τρόπο, όλα ήταν ήρεμα στο εργασιακό της περιβάλλον. Δε βρήκε λουλούδια να την περιμένουν, ούτε δέχτηκε κάποιο περίεργο τηλεφώνημα. 
Μήπως ο άγνωστος και μανιακός θαυμαστής την είχε ξεχάσει; Με αυτή την ελπίδα ξεκίνησε να επιστρέφει στο σπίτι της για να δει στην πόρτα του σπιτιού της κάποιος να της έχει ζωγραφίσει καρδούλες.
Τρομοκρατείται, μπαίνει μέσα στο σπίτι της και κλειδώνει την πόρτα. Βρίσκει τον Πέτρο και τον ενημερώνει για τις αφιερώσεις και τη ζωγραφική.
-Έχω τρομοκρατηθεί πρώτη φορά στη ζωή μου τόσο πολύ! του λέει κλαίγοντας.
-Αυτό ήταν! φωνάζει εκείνος. Πρέπει κάτι να κάνουμε να δράσουμε. Εμείς μόνοι μας δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Πρέπει να ενημερώσουμε την αστυνομία, αλλά δεν έχουμε κανένα απτό στοιχείο για την ταυτότητα αυτού του ατόμου. Ας πάω στο αστυνομικό τμήμα να τους ενημερώσω ώστε να έχουν το νους τους. Εσύ είσαι ταραγμένη, μείνε στο σπίτι, θα πω εγώ όλα τα απαραίτητα στοιχεία για εσένα.
Η γυναίκα συμφωνεί και ο Πέτρος ξεκινάει να πηγαίνει στο αστυνομικό τμήμα για να καταγγείλει το περιστατικό του εκφοβισμού και της παρενόχλησης.
Εκείνη μένει μόνη της στο σπίτι. Κάνει μία βόλτα ανάμεσα σε όλα τα δωμάτια του σπιτιού και κατευθύνεται στο υπνοδωμάτιο. Η ματιά της πέφτει τότε στη βαλίτσα που είχε μαζί του ο Πέτρος. Αστραπιαία σκέφτεται να την ανοίξει επειδή φλέγεται εντός της από την περιέργεια να δει τι θα μπορούσε να έχει μέσα.
Την ανοίγει και βλέπει μερικά ρούχα του Πέτρου, ένα πακέτο τσιγάρα και λίγα χρήματα. Όμως, τα μάτια της πέφτουν σε ένα χαρτί –έμοιαζε με μία σημαντική ειδοποίηση. 
Όσο και αν γνώριζε πως δεν μπορούσε να διαβάζει ένα καθαρά προσωπικό έγγραφο, η περιέργειά της ήταν τόσο δυνατή, ώστε αποφάσισε να το δει και εσωτερικά. Αν έμοιαζε κάτι ασήμαντο, δε θα έδινε σημασία; έβλεπε όμως πως φαινόταν κάτι πραγματικά σημαντικό, ήταν δυνατόν λοιπόν να μη γνωρίζει περί τίνος πρόκειται;
Διαβάζει πως επρόκειτο για μία σημαντική πρόταση από τη δουλειά του Πέτρου, η εταιρεία στην οποία εργαζόταν του είχε κάνει πρόταση να διευθύνει μία εταιρεία στο εξωτερικό. Για να το κάνει όμως αυτό, θα έπρεπε να εγκατασταθεί μόνιμα στο εξωτερικό!
Δεν μπορούσε να πιστέψει πως ο Πέτρος της απέκρυψε κάτι τόσο σημαντικό για τη δουλειά του. Αισθάνθηκε μέρα της προδομένη και θυμωμένη.
Δεν πρόλαβε όμως να αφήσει το έγγραφο και να φτιάξει τη βαλίτσα έτσι ώστε να μη φαίνεται πως την έχει πειράξει, καθώς εκείνη τη στιγμή ο Πέτρος μπαίνει στο δωμάτιο και της φωνάζει:
-Τι κάνεις εκεί; Αυτό είναι προσωπικό μου έγγραφο, δεν έχεις δικαίωμα να το ανοίγεις και να το διαβάζεις;
-Ενώ εσύ έχεις δικαίωμα να μου κρύβεις κάτι τόσο σημαντικό για τη ζωή και τη δουλειά σου; τον ρωτάει εκείνη με νεύρα. Εσύ λες πως με αγαπάς και με υπολογίζεις; Πώς είναι δυνατόν να μου αποκρύπτεις την πρόταση για εργασία που σου έγινε για το εξωτερικό;
-Θα στο έλεγα! άρχισε να φωνάζει εκείνος. Αλλά δεν έχω αποφασίσει ακόμα αν θα πάω, το σκέφτομαι. Δεν ήθελα απλώς να σε ταράξω με όλα αυτά που σου συνέβησαν τις τελευταίες ημέρες, δεν ήθελα να σου δημιουργήσω ανασφάλεια διότι υπήρχε περίπτωση να αισθανθείς μόνη απέναντι σε αυτόν που σε απειλεί! Ήθελα απλώς λίγο χρόνο. Αλλά εσύ βιάστηκες να ψάξεις και να μάθεις μόνη σου.
Τα λόγια του δεν την έπειθαν. Ήξερε, κάτι μέσα της φώναζε να μην τον πιστεύει. Αισθανόταν πως είχε πάρει ήδη την απόφαση να την αφήσει, αλλά δεν ήθελε να της το πει ώστε να μην την ταράξει περισσότερο. 
Δε συνέχισε τη συζήτηση; δεν άντεχε και τις φωνές, είχε περάσει πολλά και είχε ταλαιπωρηθεί ιδιαίτερα τις τελευταίες ημέρες. Του είπε πως είναι ακόμα θυμωμένη, πως θα πάει στο δωμάτιό της να κοιμηθεί για λίγη ώρα και πως επιθυμούσε εκείνος να μην την ενοχλήσει. 
Έκλεισε την πόρτα του δωματίου της και ξέσπασε σε κλάματα. Κρατιόταν όλη αυτή την ώρα, δεν ήθελε να τη δει να κλαίει, δεν ήθελε να του δώσει τη χαρά πως την πλήγωσε. Ήξερε έτσι και αλλιώς, πως η σχέση τους δεν ήταν τόσο δυνατή –και ας προσπαθούσε μανιωδώς να πείσει τον εαυτό της για το αντίθετο.
Ξάπλωσε στο κρεβάτι και άφησε τον εαυτό ελεύθερο από σκέψεις ώστε να αποκοιμηθεί ευκολότερα. 
Για λίγα λεπτά ο ύπνος της ήταν γαλήνιος και ήρεμος. Τίποτα μέχρι στιγμής δεν την είχε ταράξει, όλα έδειχναν να κυλάνε ομαλά.
Ξαφνικά, ο εφιάλτης επέστρεψε! Εκείνη περπατάει νύχτα στο δρόμο και ξαφνικά κάποιος μέσα στο σκοτάδι πετάγεται από ένα θάμνο, την αιφνιδιάζει και της κλείνει το στόμα ώστε εκείνη να μην μπορεί να αντιδράσει. 
Εκείνη τη στιγμή όμως που προσπαθεί να τη μεταφέρει πίσω από το θάμνο ώστε να τη βιάσει, ξυπνάει μέσα στα δάκρυα και ουρλιάζοντας.
Ο Πέτρος εκείνη τη στιγμή πετάγεται αστραπιαία στο δωμάτιό της, την αγκαλιάζει και προσπαθεί να την ηρεμήσει.
-Αγάπη μου, τι συνέβη; τη ρωτάει. Επέστρεψαν πάλι οι εφιάλτες, πάλι εκείνον που θέλει να σου κάνει κακό είδες;
-Πέτρο μου, είπε εκείνη αγκαλιάζοντάς τον σφιχτά. Συγγνώμη που διάβασα κρυφά την επιστολή που σου έστειλαν, συγγνώμη που δεν περίμενα εσύ να μου μιλήσεις πρώτος, συγγνώμη που σου θύμωσα. Συγγνώμη, συγγνώμη, λυπάμαι τόσο πολύ! Μη με αφήσεις, σε παρακαλώ μη με αφήσεις! Θα μου επιτεθεί, έρχεται η ώρα που θα είμαι το θύμα του, το όνειρο που με κυνηγάει κάθε βράδυ θα γίνει πραγματικότητα!
Ο Πέτρος την έβλεπε πόσο ταραγμένη είναι. Την αγκάλιασε σφιχτά και φιλώντας τη στο μέτωπο, της είπε:
-Αγάπη μου, πώς είναι δυνατόν να φύγω μακριά σου και τη στιγμή μάλιστα που με έχεις περισσότερη ανάγκη από ποτέ; Πώς είναι δυνατόν να αδιαφορήσω για το κακό που φοβάσαι πως θα σου συμβεί; Εδώ θα μείνω, θα σε κρατάω στην αγκαλιά μου μέχρι να αισθανθείς προστασία και σιγουριά, δε θα αφήσω κανέναν να σε πειράξει. Δεν πειράζει για το χαρτί, δε σου είμαι θυμωμένος. Γνωρίζω πως τα νεύρα σου είναι ταραγμένα τον τελευταίο καιρό και ξεσπάς εύκολα με το παραμικρό.
Η γυναίκα αποκοιμήθηκε μετά από λίγο; είχε υποστεί σοκ και η επόμενη αντίδρασή της ήταν να λιποθυμήσει. Ο Πέτρος τη φίλησε στο μέτωπο, τη σκέπασε με μία κουβέρτα και βγήκε από το δωμάτιο αφήνοντας την ίδια να κοιμηθεί και να ηρεμήσει.
Μετά από μία με δύο ώρες ξύπνησε και βγήκε στο σαλόνι. Ο Πέτρος ήταν στο σαλόνι και έβλεπε τηλεόραση, δεν είχε κοιμηθεί ακόμα.
-Αγάπη μου είσαι καλύτερα; τη ρώτησε.
-Ναι αγάπη μου, είμαι καλύτερα! του απάντησε εκείνη. Μάλιστα, πήρα μία απόφαση την οποία και θα ήθελα να σου ανακοινώσω. Σκεφτόμουν να πάρω άδεια από τη δουλειά μου για λίγες ημέρες. Και λίγο χρόνο θα βρούμε έτσι μαζί και θα δω αν τελικά αυτός θα συνεχίσει τις επιθέσεις.
-Αυτή είναι μία σωστή απόφαση! της είπε εκείνος. Ναι, λίγες μέρες να είμαστε μαζί είναι ό,τι καλύτερο!
Η γυναίκα πήρε λοιπόν άδεια, όπως είπε, τις επόμενες ημέρες. Όλα έμοιαζαν όμορφα, οι ημέρες κυλούσαν αρμονικά. Το ακόμα πιο περίεργο ήταν και ότι η ίδια είχε ηρεμήσει; οι εφιάλτες, οι ανεξήγητες φοβίες, τα ερωτικά μηνύματα, όλα έπαυσαν.
Και το καλύτερο: ο Πέτρος είχε αλλάξει τη συμπεριφορά του προς εκείνη. Πρώτη φορά τον έβλεπε τόσο προστατευτικό, τόσο τρυφερό.  Όλα έμοιαζαν να πηγαίνουν προς το καλύτερο, εκείνη πλέον ήταν βέβαια πως όλα αυτά ήταν ένας εφιάλτης ο οποίος ήταν πια μακρινός και ανήκε στο παρελθόν.
Κάθε βράδυ ήταν μαζί, εκείνος δεν την άφηνε από τα μάτια του. Έδειχνε πραγματικά ενδιαφέρον, νοιαζόταν για εκείνη και τον ευαίσθητο ακόμα ψυχισμό της. 
Είχαν περάσει σχεδόν εβδομάδες, όλα κυλούσαν αρμονικά. Ο Πέτρος ήταν εκείνος που έβγαινε μόνο έξω ώστε να αγοράζει όλα τα είδη πρώτης ανάγκης για το σπίτι. Έφευγε επίσης, κάθε πρωί για τη δουλειά, ζητώντας από τη γειτόνισσα, δίχως η γυναίκα να το γνωρίζει, να την προσέχει διακριτικά.
Ήρθε μία λοιπόν ευτυχισμένος και χαρούμενος, κρατώντας μία ανθοδέσμη.
Μπαίνει στο σπίτι και μόλις τη βλέπει, την αγκαλιάζει με μία αγκαλιά η οποία τη σηκώνει ολόκληρη.
-Αγάπη μου πώς είσαι; της λέει. Σήμερα αποφάσισα να σε βγάλω έξω, θα πάμε σε ένα ακριβό ρεστοράν. Θα γιορτάσουμε το γεγονός πως όλες οι άσχημες ημέρες πέρασαν και πως όλα πάνε πλέον καλύτερα. Από εσένα θα ήθελα να ντυθείς, να γίνεις μία κούκλα πανέμορφη και να με περιμένεις. Μόλις γυρίσω, θα βγούμε έξω. 
Η γυναίκα ήταν ευτυχισμένη –επιτέλους, θα της εκδήλωνε την αγάπη του! Για ώρες έκανε μπάνιο και αφρόλουτρο, προσπαθώντας να καθαρίσει όχι μόνο το σώμα της αλλά και την ψυχή της από κάθε αρνητικότητα και κακό που την είχε βρει τον τελευταίο καιρό. 
Ο άγνωστος και μανιακός θαυμαστής είχε σταματήσει να την ενοχλεί, ο Πέτρος ήθελε να τη βγάλει έξω επίσημα. Τι άλλο θα μπορούσε, άραγε, να θέλει από τη ζωή της;
Το βράδυ είχε έρθει, πλησίαζε οχτώ. Η γυναίκα περιποιημένη και ντυμένη όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή της περίμενε τον Πέτρο. Δεν περνάνε πολλά λεπτά και εκείνος καταφτάνει.
Τρέχει στην αγκαλιά του, εκείνος της λέει να φύγουνε ώστε να βρούνε το καλύτερο τραπέζι πριν το πάρει κάποιος άλλος.
Φτάνουν στο εστιατόριο, κάθονται σε ένα τραπέζι που είχε εξαιρετική θέα και παραγγέλνουν.
Εκείνη γελούσε και έπινε αργά ένα ποτήρι με σαμπάνια. Εκείνος την κοίταξε και αφού της χαμογέλασε, είπε:
-Λοιπόν, είσαι ευτυχισμένη; Ήθελα να βγούμε έξω για πολλούς λόγους. Αφενός διότι ήθελα να γιορτάσουμε το γεγονός πως ο μανιακός σου θαυμαστές και τα τόσο άσχημα όνειρα που έβλεπες είναι πια παρελθόν και αφετέρου διότι θα ήθελα να σου ανακοινώσω κάτι σημαντικό που αφορά και τους δύο μας.
Η καρδιά της σφίχτηκε, φανταζόταν τι θα ήθελε να της πει. Αλλά περίμενε να της το πει ο ίδιος , αυτό θα είχε αξία έτσι και αλλιώς.
-Ας κάνουμε μία πρόποση πρώτα, λέει ο Πέτρος, σηκώνοντας το ποτήρι του. Σε όλα τα όμορφα που θα έρθουν. 
Η γυναίκα σήκωσε το ποτήρι της και έκανε και εκείνη πρόποση; επιτέλους, όλα της πήγαιναν καλά! 
-Λοιπόν, λέει ο Πέτρος ξανά, υπάρχει κάτι που θα ήθελα να σου πω.
-Αγάπη μου πες μου του λέει εκείνη.
-Λοιπόν, εγώ…
-Ναι..
-Εγώ..
-Πες το αγάπη μου, πες του!
-Δέχτηκα τη δουλειά και φεύγω σύντομα για το εξωτερικό. Το σκέφτηκα καλά κα είδα πως είναι μεγάλη βλακεία να πετάξω μία ευκαιρία την οποία άλλοι περιμένουν μία ζωή ολόκληρη. Έτσι και αλλιώς και εσύ πια είσαι καλύτερα, δε με χρειάζεσαι πια τόσο πολύ..
Η γυναίκα τον κοίταζε σαστισμένη. Άλλα περίμενε να ακούσει και άλλα της έλεγε. Εκείνη περίμενε να του ομολογήσει πως δεν μπορεί λεπτό μακριά της, πως θέλει να μείνει μαζί της. Όλα γύρω της και μέσα της κυρίως, γκρεμίστηκαν.
Άφησε θυμωμένη το ποτήρι της, τον κοίταξε με άγριο βλέμμα και του είπε:
-Με έφερες σε αυτό το υπέροχο μέρος για να μου ανακοινώσεις πως με αφήνεις; Πως βάζεις μία δουλειά πάνω από μένα;
-Δε σε αφήνω! φωνάζει ο Πέτρος. Αλλά δεν μπορώ να αφήσω μία τόσο σημαντική δουλειά η οποία θα με αποκαταστήσει επαγγελματικά και οικονομικά. Θα έρχομαι να σε βλέπω. Κοίταξε, πήρα αυτή την απόφαση μετά από αρκετή σκέψη. Βλέπω πως ο παρανοϊκός που σε παρενοχλεί και τα όνειρα που βλέπεις κάθε βράδυ έχουν παρέλθει. Γιατί λοιπόν να μη φεύγω από το σπίτι; Θα βρισκόμαστε έτσι και αλλιώς;
-Δηλαδή μόνο για να κάνουμε έρωτα μόνο μία φορά στο τόσο με ήθελες! φωνάζει εκείνη. Ξέρεις, το πρόβλημα ήμουν εγώ και μόνο. Πίστευα πως θα μπορούσες να αλλάξεις. Συγγνώμη, αλλά πρέπει να βγω έξω, εδώ μέσα δεν μπορώ ούτε να αναπνεύσω!
Βγαίνει έξω από το εστιατόριο, παρά τις ικεσίες του Πέτρου να επιστρέψει πίσω. Περπατάει μόνη της τη νύχτα, δεν την ενδιέφερε πια τίποτα. 
Βρέθηκε μόνη της σε ένα πάρκο με έντονη σκοτεινιά. Κάθεται σε ένα παγκάκι, προσπαθώντας να σκεφτεί όλα αυτά που της συνέβησαν τις τελευταίες ημέρες. Έβαλε τα κλάματα, έκλαιγε δυνατά, αφήνοντας τον πόνο της προδοσίας του Πέτρου να βγει από μέσα της.
Δεν είδε όμως, εκείνη τη φιγούρα η οποία την πλησίαζε μέσα στα σκοτεινά. Όλη της η ζωή είχε καταρρεύσει, ο Πέτρος θα έφευγε και τώρα κάποιος βρισκόταν πίσω της και θα έκανε σε λίγα λεπτά όλα τα όνειρα που τη βασάνιζαν εδώ και τόσο καιρό, πραγματικότητα.
Δεν προλαβαίνει να σηκωθεί, εκείνος της κλείνει το στόμα με τα δύο του χέρια και τη σηκώνει βίαια από το παγκάκι. Αρχίζει να τη χτυπάει και να τη φιλάει βιαίως. Εκείνη ξεκινάει να ουρλιάζει, φωνάζει βοήθεια και λιποθυμά.
Το επόμενο πρωί ξυπνάει και προσπαθεί να αντιληφθεί πού βρίσκεται. Όλα μαρτυρούσαν πως βρισκόταν σε νοσοκομείο, ένας γιατρός πηγαινοερχόταν ενώ εκείνη διαπίστωνε πως την είχαν βάλει ορό. 
Η πόρτα του δωματίου μπαίνει και βλέπει μπροστά της τον Πέτρο.
-Τι έγινε, τι έπαθες καλή μου; τη φωνάζει. Θεέ μου, είχες δίκιο! Όλα σου τα τρομακτικά όνειρα είχαν λόγο που υπήρχαν τελικά.
Εκείνη γύρισε απλώς το κεφάλι και τον ρώτησε:
-Θα πας στη δουλειά τελικά; Θα φύγεις στο εξωτερικό;
Εκείνος της απάντησε πως δεν μπορούσε πλέον να αρνηθεί και πως σε λίγη ώρα θα περάσει και από το σπίτι να μαζέψει τα πράγματά του. Μίλησε με τον γιατρό που την κοίταξε και εκείνος τον διαβεβαίωσε πως δεν είχε πάθει κάποια σοβαρή βλάβη. Ευτυχώς, είχε αρχίζει να ουρλιάζει και έφτασαν προς το μέρος της αρκετοί περαστικοί οι οποίοι βλέποντάς τη χτυπημένη, κάλεσαν ασθενοφόρο. Κανείς όμως δεν είχε δει τον βιαστή-βιάστηκε και έφυγε. Του είπε μάλιστα, πως σε λίγη ώρα θα μπορεί να φύγει- την είχαν απλώς υποβάλλει σε ορισμένες εξετάσεις ώστε να διαπιστώσουν πως όλα είναι καλά.
Ο Πέτρος πήρε το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι. Στο δρόμο σκεφτόταν πως κάτι του φαινόταν παράξενο με όλη αυτή την ιστορία. Αλλά δεν μπορούσε μέσα του τι ακριβώς είναι αυτό…
Επιστρέφει στο σπίτι και ξεκινά να μαζεύει τα πράγματά του. Ανοίγοντας ένα συρτάρι βιαστικά, βλέπει μία σακούλα να πέφτει κάτω. 
Την ανοίγει και μένει έκπληκτος με το περιεχόμενό της: υπήρχε ένα κραγιόν, ένα τηλέφωνο, μία μαύρη μπογιά, μαρκαδόροι. 
Τότε ήρθε αντιμέτωπος με τη σκληρή αλήθεια: δεν υπήρξε ποτέ καμία επίθεση, κανένας παρανοϊκός, κανένα φρικτό όνειρο. Όλα ήταν έργο της ίδιας και μόνο της ίδιας! Εκείνη έπαιρνε τηλέφωνο, εκείνη σηκωνόταν το βράδυ και έγραφε τα συνθήματα στον τοίχο, εκείνη τα έκανε όλα!
Αισθανόταν τόσο προδομένος, τόσο εξαπατημένος! Τόσο καιρό έκανε έρωτα και ζούσε με μία τόσο ψεύτικη γυναίκα. Ήθελε να φύγει, σιχαινόταν πια και να την αντικρίσει. Αλλά αποφάσισε να την περιμένει, ήθελε να της δείξει πως γνωρίζει τα πάντα.
Δεν περνάει αρκετή ώρα, εκείνη επιστρέφει στο σπίτι. Μπαίνει στο δωμάτιο και παγώνει όταν τον βλέπει να κρατάει όλα τα πειστήρια των εγκλημάτων. Έχοντας χάσει τον κόσμο γύρω της, του λέει:
-Τι είναι αυτά;
-Η απόδειξη πως με κοροϊδεύεις τόσο καιρό! φωνάζεις εκείνος. Όλα ήταν ψέματα, έτσι; Τα άγρια όνειρα, ο θαυμαστής που σε κυνηγά, τα πάντα. Τι ήθελες να πετύχεις με όλα αυτά; Ήθελες να με δεις να γελοιοποιούμαι; Απάντησέ μου διότι με κόπο συγκρατώ τα νεύρα μου!
-Δεν έχω καμία σχέση με αυτά που βρήκες! φωνάζει εκείνη κλαίγοντας. Αυτός που με διεκδικεί θα μπήκε μέσα στο σπίτι, θα βρήκε τρόπο και θα τα έκρυψε!
-Είσαι η πιο ανήθικη γυναίκα που έχω γνωρίσει ποτέ! φώναζε εκείνος. Θα σε αφήσω όμως και δε θα έχω την ευκαιρία να σε δω ξανά! Σε σιχαίνομαι. πόσο βρώμικο μυαλό έχεις άραγε;
-Πέτρο μου, άφησέ με να σου εξηγήσω..
-Σκάσε, σκάσε! Πες μου για ποιο λόγο τα έκανες όλα αυτά!
-Γιατί ήθελα να σε κρατήσω, για αυτό! φωνάζει η γυναίκα ξεσπώντας. Είναι η πρώτη φορά που παραδέχεται πως εκείνη φταίει για όλα. Ήθελα να με αγαπήσεις, προσπαθούσα να σε πείσω να μείνεις. Σε αγάπησα, ήθελα να είμαστε μαζί!
-Είσαι άρρωστη! φωνάζει εκείνος. Σε σιχαίνομαι τώρα πια, με εξαπάτησες με το χειρότερο τρόπο. Φεύγω και δεν πρόκειται να σε ξαναδώ ποτέ!
-Όχι Πέτρο μου, συγγνώμη!
-Παράτα με! Ποτέ δεν ήθελα κάτι παραπάνω, δε σε κορόιδεψα και σου είπα την αλήθεια! Ακόμα και αν γεννήθηκαν κάποια αισθήματα, τώρα πλέον είναι νεκρά!
Εκείνη αρχίζει να φωνάζει και να χτυπιέται. Δεν ήθελε να χάσει τον Πέτρο, αυτό θα την έφερνε αντιμέτωπη με τον πρώτο αληθινό εφιάλτη της ζωής της.
Τα μάτια της πέφτουν τότε σε ένα μαχαίρι το οποίο κάποιος μάλλον θα άφησε εκεί για κάποιο λόγο και θα ξέχασε να το πάει στην κουζίνα.
Το παίρνει στα χέρια της και το κρατάει και με τα δύο πίσω από την πλάτη της. Αρχίζει να φωνάζει:
-Πέτρο, θα φύγεις;
-Φεύγω, έχω φύγει ήδη! απαντάει εκείνος και κοιτώντας τη για τελευταία φορά, την προσπερνά και φεύγει κρατώντας τη βαλίτσα του.
Δεν προλαβαίνει να κάνει πολλά βήματα; εκείνη μπήγει με δύναμη το μαχαίρι στην πλάτη του. Το χτύπημα είναι τόσο δυνατό ώστε εκείνος να υποστεί έντονη αιμορραγία, αφήνοντας τη βαλίτσα του και προσπαθώντας να κάνει κάτι για να σωθεί.
Κάθεται στο κρεβάτι και τον βλέπει να παλεύει, να προσπαθεί να πάρει τηλέφωνο, να προσπαθεί να σταματήσει την αιμορραγία. Μέχρι που εκείνος ξεψυχά..
Η γυναίκα βιάζεται… Καθαρίζει τα πάντα, σβήνει κάθε δικό της αποτύπωμα, μαζεύει τα ρούχα και βγαίνει έξω. Κάνει μία βόλτα στο τετράγωνο και στη συνέχεια επιστρέφει στο σπίτι της, βλέποντας στην είσοδο της πολυκατοικίας το διαχειριστή.
-Τι κάνεις κορίτσι μου;  τη ρωτάει εκείνος ευγενικά. Χαίρομαι γιατί το πρόβλημά σου με εκείνον τον παρανοϊκό τελείωσε, είσαι καλά;
-Είμαι καλά, απαντάει εκείνη. Θα μπορούσατε να με συνοδεύσετε μέχρι την είσοδο του σπιτιού μου; Θα προτιμούσα μετά από όλη αυτή την περιπέτεια, κάποιος να είναι μαζί μου.
-Βεβαίως κορίτσι μου!
Προχωράνε μαζί στο διαμέρισμα. Ανοίγουν την πόρτα και βλέπουν το άψυχο σώμα του Πέτρου με εκείνη να βγάζει μία δυνατή κραυγή. 
Αμέσως κάλεσαν την αστυνομία. Η γυναίκα έδωσε όλες τις απαραίτητες πληροφορίες, ρίχνοντας το φταίξιμο στον μανιακό που την κυνηγούσε.
Οι αστυνομικοί την άφησαν να φύγει και δε μπόρεσαν ποτέ να βρουν επαρκή στοιχεία ώστε να κατηγορήσουν κάποιον..
Η γυναίκα επέστρεψε σπίτι και έμεινε μόνη για το υπόλοιπο της ζωής της με τους πραγματικούς της εφιάλτες να τη στοιχειώνουν…
ΤΕΛΟΣ
Μαρία Σκαμπαρδώνη

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2016

Κάτω στην Κύπρο-Αμμόχωστος - Διήγημα της Λένας Φατούρου



Ο Θεόφιλος Βασιλείου μ’ ένα σακίδιο περασμένο στην καμπουριασμένη του πλάτη, και με βαριά περπατησιά--- που δε θύμιζε καθόλου τον καμαρωτό άντρα που ήταν κάποτε--- έκλεινε μάτι στην ελευθερία, πλησιάζοντας όλο και περισσότερο τη μεγάλη καγκελόπορτα των φυλακών.
Την ελευθερία που εδώ και δεκαπέντε χρόνια την είχε στερηθεί.

« Πάλι καλά» μονολογούσε.

« Φτηνά τη γλίτωσα. Βρισκόμουν σε άμυνα βλέπεις»

Αλήθεια, πως γίνεται σχεδόν μια ολόκληρη ζωή, να περνάει απ’ το μυαλό ενός ανθρώπου ανάμεσα σε λίγα μέτρα; Από τη στιγμή που βγήκε απ’ το κελί του, έως και την εξώπορτα των φυλακών, σαν μια ταινία μικρού μήκους πέρασαν μπροστά από τα μάτια του, μεγάλα γεγονότα που τον είχαν στιγματίσει. Ο εγκλεισμός, η απαξίωση, η στέρηση κάποιων δικαιωμάτων του ως άνθρωπο, ατσάλωσαν την καλή πλευρά του χαρακτήρα του,--- που ούτε κι αυτός ήξερε πως είχε--- και τώρα, άρχισε να κάνει και πάλι όνειρα. Ζωγράφιζε με τη σκέψη μια ήρεμη ζωή, που να μην έχει τίποτα κοινό με κείνη την παλιά που του κατέστρεψε ιδανικά και ηθικές.

2 Ήταν Αύγουστος του 1974, όταν αυτός και η Θεανώ, μπήκαν στο αυτοκίνητο πρωί-πρωί έτοιμοι να απολαύσουν ένα ήρεμο Σαββατοκύριακο, στην κοντινή Αίγινα. Μόλις που θυμήθηκε πως ο Μήνας είχε είκοσι. Εορτή του ΑΪ ΛΙΑ.

Γιόρταζε ο πατέρας του.

« Να μην ξεχάσω, να πάρω τον πατέρα μου τηλέφωνο» ακούστηκε η φωνή του.
« Μα δεν έχει πάει στην Κύπρο;» Ρώτησε εκείνη.
« Ναι, Κύπρο είναι. Εκεί στης θείας μου θα τηλεφωνήσω.»

Κατευθυνόντουσαν προς τον Πειραιά. Η Θεανώ, σιγοτραγουδώντας άνοιξε το ραδιόφωνο όταν στο άκουσμα των γεγονότων, πάγωσε το αίμα τους. Η φωνή του εκφωνητή μετέδιδε μια φρικτή είδηση. Βομβάρδιζαν την Κύπρο. Η Αμμόχωστος είχε θυσιαστεί σ’ ένα έγκλημα που δεν είχε προηγούμενο. Η αναγκαία διαφυγή του προέδρου Μακαρίου στο εξωτερικό---προκειμένου να γλιτώσει από τους πραξικοπηματίες της δικής μας χούντας--- άνοιξε το δρόμο στους Τούρκους που πάντα ορέγονταν το πανέμορφο Ελληνικό νησί να το κάνουν δικό τους. Αυτή η εισβολή βρήκε τον πληθυσμό απροετοίμαστο. Η σκιά του χάρου ήταν μόνιμη κατάσταση, δεν άφησε σπίτι για σπίτι που να μην το επισκεφτεί. Χάθηκε πολύς κόσμος, βιάστηκαν πολλές γυναίκες, κάηκαν χιλιάδες νοικοκυριά, και όσο για τους αγνοούμενους, χιλιάδες μάτια έκλαψαν γι αυτούς. Νιάτα που η δροσιά τους σκορπίστηκε στη δίνη ενός τρελού λαού.

Ο Ηλίας Βασιλείου ξύπνησε αναστατωμένος, και πέρασαν κάμποσα λεπτά μέχρι να καταλάβει ότι επρόκειτο για βομβαρδισμό. Έμενε στης αδερφής του στην Αμμόχωστο, την οποία επισκεπτόταν συχνά, κυρίως μετά την πώληση της επιχείρησης του και ενός καταστήματος που διατηρούσε για πολλά χρόνια στην όμορφη αυτή πόλη. Ο Θεόφιλος o γιός του, δεν φάνηκε αντάξιος των προσδοκιών του, αφού ακολούθησε τελείως διαφορετική επαγγελματική καριέρα με την οποία ο Ηλίας δε συμφώνησε ποτέ. Σκεφτόταν πως, τόσο ο ίδιος, όσο και η πρώην σύζυγος του, έστω κι αν χώρισαν του παρείχαν μία άνετη ζωή. Ο γιός τους ήταν από τα προνομιούχα παιδιά, τουλάχιστο ότι είχε να κάνει με το υλικό μέρος των πραγμάτων. Πολλές φορές έφερνε στο μυαλό του ο Ηλίας Βασιλείου την ημέρα που έγινε πατέρας. Εκείνο τον Μάρτη του 1928 που η νοτισμένη γη της Κύπρου μύριζε Άνοιξη, διάλεξε να έρθει στον κόσμο ο μικρός του άγγελος.

«Ορκίζομεν αφεντικόν, ότι θα σε κάμω ευτυχισμένον» του είχε πει ο γραμματέας του, καθώς τον ενημέρωνε για τη γέννηση του μωρού.

« Πολλά με ευχαρίστησες ορέ, πες στη γιαγιά Ανδριανή, να φτιάσει μπουρέκια και να τρατάρει ούλους» είχε προστάξει τότε, μαθαίνοντας το χαρμόσυνο γεγονός, δίνοντας στο μεταξύ ένα γερό φιλοδώρημα στον υπάλληλο, που επίτηδες δεν άφησε την κοπέλα του σπιτιού να φτάσει στο γραφείο του κυρίου της, και να του ανακοινώσει εκείνη το νέο.
Τώρα, ο Ηλίας στα εβδομήντα πέντε του χρόνια, έμελλε να ζήσει τούτη δω την καταστροφή που σχεδόν την περίμενε.

Ήταν έξυπνος άνθρωπος, είχε καταλάβει--- από τότε που αποφάσισε να έρχεται σαν επισκέπτης στην Κύπρο--- πως κάποια μέρα η πλούσια πατρίδα του θα γινόταν η πιο γευστική λεία στα χέρια των Τούρκων, αρκεί να τους δινόταν η ευκαιρία. Τα πολιτικά γεγονότα που πάντα παρακολουθούσε με πάθος, αυτό δήλωναν. Ταράχτηκε πολύ εκείνο το αιματοβαμμένο ξημέρωμα βλέποντας την αδερφή του μες την αναστάτωση της, να χάνει τις αισθήσεις της. Στην προσπάθεια του να φτάσει γρήγορα κοντά της, παραπάτησε και έπεσε στο πάτωμα χτυπώντας τη μέση του. Δεν πέρασε πολύ ώρα όταν η πόρτα έσπασε, και δυο σιδερένιες κάνες έβγαλαν το άχτι τους σε δυο χιονάτα κεφάλια. Δεν πρόλαβαν να δουν, ούτε αυτός, μα ούτε και η αδερφή του, το μέγεθος της καταστροφής αυτής της γης που τόσο αγάπησαν.

Ο Θεόφιλος, με τις ενοχές να τον έχουν ζώσει από παντού, σκέφτεται τις αμέτρητες φορές που είχε πληγώσει τον πατέρα του. Μετά την πάροδο δυο μηνών από την εισβολή, λέει και ξανά λέει στην Αφροδίτη: « είχαν άσχημο τέλος, θλίβομαι όταν το σκέφτομαι. Η πατρίδα μας έγινε στάχτη, αυτό δε θα το άντεχαν ούτως η άλλως. Ίσως ν’ ακούγεται σκληρό, αλλά όσο κι αν με θυμώνει, οι σιδερένιες κάνες έπαιξαν ρόλο λύτρωσης και για τους δυο.»

Τα μάτια του δακρύζουν καθώς λίγα ακόμη βήματα τον χωρίζουν από την ελευθερία. Κοντοστέκει, ανάβει ένα τσιγάρο, και θυμωμένος τα βάζει με τον εαυτό του. Θυμάται το αισχρό παιχνίδι που έπαιξε κάποτε, δείχνοντας ψεύτικο ενδιαφέρον για μια αγνή κοπέλα--- προκειμένου να πλησιάσει τη μητέρα της, που πράγματι είχε ερωτευτεί στα φοιτητικά του χρόνια--- και σιχαίνεται που ζει ακόμα. Αλήθεια, πόση μαεστρία χρησιμοποίησε τότε, για να πλησιάσει τη μικρή Θεανώ έχοντας βοηθό την νεανική του εμφάνιση, που καθόλου δεν έδειχνε τη διαφορά της ηλικίας τους. Με πόση ευφράδεια λόγου…. Την έμπλεξε στα δίχτυα του, δίχως κόπο.

Η ευκολόπιστη και πρωτόβγαλτη Θεανώ, έγινε παιχνιδάκι στα χέρια του. Αλλά και η Αφροδίτη η μητέρα της; Το ίδιο δεν έπαθε; Ύστερα από είκοσι ολόκληρα χρόνια, παρά τις ηθικές της συστολές, έπεσε στην αγκαλιά του σαν ώριμο φρούτο. ΝΑΙ! Ήθελε να εκδικηθεί τον άδικο τρόπο που του είχε φερθεί όταν διαπίστωσε πως παράλληλα με το δικό τους δεσμό, αυτή διατηρούσε και άλλον, εκείνου του Παύλου Πετρίδη. Εκτός που χάλασε τη φιλία των δυο αγοριών, εκτός που τον ξευτίλισε ανεπανόρθωτα, τον άφησε σύξυλο για να παντρευτεί τον Παύλο τελικά. Μία επιλογή που πρόσταξε το συμφέρον της και μόνο. Δημόσιος υπάλληλος στην τράπεζα ο Παύλος, θέση που την πήρε αμέσως μετά το πτυχίο του, ενώ άεργος και λίγο αλητάκος ο ίδιος, έτρωγε τα λεφτά του επιχειρηματία μπαμπά του, που είχε ρίζες από την Αμμόχωστο της Κύπρου.

Οι γονείς του είχαν χωρίσει όταν αυτός ήταν δώδεκα ετών, και ζούσε με τη μητέρα του στο προάστιο της Κηφισιάς στη βίλα της οδού Ανθέων. Έτσι, η Αφροδίτη προτίμησε τον λιγότερο όμορφο και φτωχότερο, αλλά νοικοκυρεμένο με μόνιμη δουλειά Παύλο, από τον άστατο, και δίχως σίγουρο μέλλον Θεόφιλο. Κουνάει το κεφάλι του, κάνοντας συνάμα μία κοροϊδευτική γκριμάτσα έχοντας ειρωνικό ύφος απέναντι στον εαυτό του. « Έπαιξες, και έχασες αγαπητέ.» Του λέει, θαρρείς και απευθυνόταν σε κάποιον συνομιλητή. «Μόνο που αυτό το επικίνδυνο παιχνίδι, είχε άσχημο τέλος. Όπως κάθε παιχνίδι αυτού του είδους, που αν δεν προσέξεις, παραμονεύει το κακό.»

Ο Παύλος Πετρίδης ήταν αδύνατον να διαχειριστεί την όλη κατάσταση. Ως δια μαγείας η συνεννόηση, αλλά και η κατανόηση που υπήρχε κάποτε από τις δυο αγαπημένες του υπάρξεις, είχαν εξαφανιστεί. Όποιο τρόπο κι αν χρησιμοποίησε, απέτυχε. Η έντονη ενέργεια του, μεταλλάχτηκε σε έντονη απραξία. Οι σχέσεις του με την Αφροδίτη είχαν πάρει για τα καλά τον κατήφορο, ενώ η κόρη του, είχε διαλέξει λάθος μονοπάτια. Δεν θύμιζε καθόλου τον εύρωστο άντρα που ήταν κάποτε, και τα μαλλιά του γκριζάρισαν μέσα σε λίγους μήνες. Το σώμα του σκυφτό και κουρασμένο, έδειχνε άνθρωπο που μάλλον δεν αγαπούσε τη ζωή. Η μόνη που πόναγε πια γι αυτόν, ήταν η Μαριέττα η οικονόμος του σπιτιού.

Τόσα χρόνια κοντά του, από τότε που γεννήθηκε η Θεανώ του, την ένιωθε σαν συγγενή πια. Η Μαριέττα γνώριζε μέσες άκρες τι γινόταν γύρω της. Έτυχε κάποια μέρα να δει την κυρά της στο ακριβό αυτοκίνητο ενός άντρα, που την φιλούσε. Κόντεψε να πέσει κατά γης. Όμως, μιλιά. Αυτό που δε μπορούσε να φανταστεί, ήταν την πιο βρώμικη πλευρά αυτής της ιστορίας. Με την πάροδο κάποιων μηνών, ένας καλοθελητής ενημέρωσε τον Παύλο για το τι συνέβαινε. Μάνα και κόρη, αγνοώντας την ύπαρξη η μία της άλλης στη ζωή του Θεόφιλου, και δέσμιες σ’ έναν έρωτα σάπιο, τυφλές, χωρίς να μπορούν να δουν το αληθινό πρόσωπο αυτού του άντρα, κατέστρεφαν λίγο-λίγο σαν το σαράκι, ότι καλό απλόχερα τους είχε προσφέρει η ζωή. Αργά το απόγευμα ο άμοιρος Παύλος, χτύπησε τον μπρούτζινο κρίκο, της πόρτας της οδού Ανθέων. Εκείνη άνοιξε, και στο κατώφλι εμφανίστηκε ο Θεόφιλος. Τα μάτια του αλληθώρισαν, όταν το όπλο ακούμπησε το μεσόφρυδο. Πριν όμως ο Παύλος προλάβει να πατήσει την σκανδάλη, με έναν εξαιρετικό ταχύ ελιγμό ο Θεόφιλος έπεσε επάνω του, και κάρφωσε τη σφαίρα που προοριζόταν για τον ίδιο, στην καρωτίδα του Θεόφιλου.

Έφτασε επιτέλους στη μεγάλη εξώπορτα των φυλακών. Τίναξε το κεφάλι του σαν να ήθελε να διώξει κάθε κακιά ανάμνηση, και απάντησε στην ερώτηση του φύλακα που ίσα-ίσα πρόλαβε ν’ ακούσει. « Στην ουσία Κύπριος είμαι. Σκέφτομαι πολύ σοβαρά να γίνω μόνιμος κάτοικος πια. Μου μένουν κάποια χρόνια ακόμα για να παλέψω λεύτερος!»
« Σου εύχομαι τα καλύτερα..» του απαντά ο φύλακας.
«Ευχαριστώ. Πάω για τα καλύτερα φίλε, πάω στη θάλασσα που γέννησε την κόρη του έρωτα, την Αφροδίτη. Για μια Αφροδίτη έγιναν όλα! Αυτή ήταν η αιτία που γνώρισα και την άλλη πλευρά της ζωής. Στην Αφροδίτη χρωστάω τη γνωριμία μας,» του είπε χαμογελώντας πικρά.»Φεύγω, φεύγω για την όμορφη νύφη της Μεσογείου, που ψάχνει όπως εγώ τη λευτεριά, στους λόφους και στους ανθισμένους κάμπους, που μοσχοβολούν ελπίδα, και άρωμα λεμονανθών. «ΓΛΥΚΙΑ ΜΟΥ ΚΥΠΡΙ, ΛΑΧΤΑΡΙΣΑ ΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ ΣΟΥ ΣΤΡΩΜΑ.»
Ακουγόταν η φωνή του, καθώς η σιλουέτα του χανόταν στο βάθος του δρόμου.






 ACATOUROY

Λένα Φατούρου
Ποιήτρια-Πεζογράφος
Μέλος της ΄Ενωσης Ελλήνων Λογοτεχνών
Μέλος της ΄Ενωσης Κορινθίων Λογοτεχνών
Ειδική Γραμματέας του Λογοτεχνικού Ομίλου «Ξάστερον»
Το ανωτερο διήγημα πήρε Α’ Βραβείο από τον Ελληνικό Πολιτιστικό Όμιλο Κυπρίων (Ε.Π.Ο.Κ.) (10 Ιανουαρίου 2016)

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

Οι καραμέλες - Διήγημα της Ζαχαρούλας Γαϊτανάκη




Το καμιόνι με τους Γερμανούς στρατιώτες σταμάτησε στην πλατεία του χωριού. Κατέβηκαν και σκόρπισαν να βγάλουν τον κόσμο από τα σπίτια και να τους μαζέψουν όλους, άντρες, γυναίκες, νέους και ηλικιωμένους σ’ ένα μεγάλο οικόπεδο απέναντι από την πλατεία.
Γεμίσανε οι δρόμοι με στρατιώτες και χωρικούς. Μονάχα τα μικρά παιδιά άφησαν ελεύθερα να συνεχίσουν τα παιχνίδια τους.

Ο επικεφαλής αξιωματικός είχε στο μεταξύ φτάσει με το αυτοκίνητό του στο χωριό. Μαζί του κατέβηκε κι ένας άντρας με μαύρο κοστούμι και σκονισμένα παπούτσια, που είχε το πρόσωπό του σκεπασμένο με μια μαύρη κουκούλα. Δύο τρύπες στο μαύρο ύφασμα, για να βλέπει, φανέρωναν δυο μάτια μαύρα σαν το σκοτάδι. Μάτια που σκορπούσαν τον θάνατο. Αυτά τα μάτια είχαν έρθει τούτο το απόγευμα στο χωριό για να κοιτάξουν, για να «διαλέξουν».

Οι στρατιώτες, σε λίγα λεπτά, μαζέψανε στο οικόπεδο όλο το χωριό. Ο αξιωματικός τους πλησίασε τους συγκεντρωμένους και τους κοίταξε με τα γκριζογάλανα μάτια του για πολλή ώρα. Ο άνθρωπος με την κουκούλα στεκότανε κοντά στο αυτοκίνητο και παρακολουθούσε από κει το πλήθος.

Τα παιδιά είχανε σταματήσει τα παιχνίδια τους και βρεθήκανε και κείνα στην πλατεία παρατηρώντας με τ’ αθώα μάτια τους τούς δικούς τους ανθρώπους που ήταν μαζεμένοι στο οικόπεδο. Ένα κοριτσάκι, που κρατούσε μια παλιά κουκλίτσα στην αγκαλιά του, άρχισε να κλαίει.

– Σώπασε, την μάλωσε ένα από τα μεγαλύτερα παιδιά.

– Θέλω την μαμά μου, ξανάπε το κοριτσάκι. Και πριν προλάβει να της πει το αγόρι οτιδήποτε, έτρεξε στο οικόπεδο και χώθηκε στην αγκαλιά της μητέρας της. Δυο – τρεις στρατιώτες έστρεψαν τα όπλα τους πάνω στη μικρή, μα μ’ ένα νεύμα του αξιωματικού γυρίσανε στις θέσεις τους.

Ο άνθρωπος με το μαύρο κοστούμι και την κουκούλα πλησίασε τους συγκεντρωμένους. Στην πρώτη σειρά, το κοριτσάκι στην μητρική αγκαλιά κοιτούσε τον προδότη χωρίς φόβο. Δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε γύρω του. Εκείνος «έδειχνε» στους στρατιώτες όσους έπρεπε να συλληφθούν. Αυτοί τους βγάζανε από το οικόπεδο και τους οδηγούσαν στο καμιόνι. Ένας, δύο, τρεις… δέκα.

Ο προδότης έστρεψε ξανά τα μαύρα μάτια του στην πρώτη γραμμή κι είδε την μικρούλα που τον κοίταζε. Πλησίασε την μητέρα της. Ο φόβος φώλιασε στην ψυχή της γυναίκας.

– Τώρα θα δείξει με το χέρι του και μένα, σκέφτηκε κι έσφιξε την κόρη της στην αγκαλιά της.

Το κοριτσάκι κοίταξε την κουκούλα, είδε τα μάτια του προδότη απ΄ τις δύο τρύπες του υφάσματος και του… χαμογέλασε.

– Θέλω καραμέλες, του είπε η μικρή, εγκαταλείποντας ταυτόχρονα την αγκαλιά της μητέρας της.

Πίσω από την κουκούλα, τα μαύρα μάτια του άντρα κοίταζαν το κοριτσάκι. Οι χωρικοί παρακολουθούσαν φοβισμένοι.
Ο προδότης έβαλε το χέρι στην δεξιά τσέπη του σακακιού του, έβγαλε 3 – 4 καραμέλες και τις έδωσε στην μικρούλα.

Λίγο αργότερα, το καμιόνι με τους στρατιώτες και τους συλληφθέντες ξεκινούσε από την πλατεία του χωριού. Ο κόσμος στο μεγάλο οικόπεδο άρχισε να φεύγει.

Στο αυτοκίνητο του αξιωματικού που προηγούνταν της πομπής, ο προδότης έβγαλε την κουκούλα και το σακάκι του και τα πέταξε στο κάθισμα δίπλα του.

Απ΄ την δεξιά τσέπη του ρούχου, κύλησε κι έπεσε στο πάτωμα του οχήματος, μια καραμέλα…



Ζαχαρούλα Γαϊτανάκη

(ΕΠΑΙΝΟΣ διηγήματος από την «Πανελλήνια ΄Ενωση Λογοτεχνών». Έχει μεταφραστεί στ’ Αγγλικά, Κινέζικα και Μπενγκάλι – Ινδικά.)


THE CARAMELS

Greece, 2nd World War. In a Greek village.

A truck with German soldiers, stopped near the square. The soldiers came out and scattered to take people out from their houses and gather all of them, men, women, young and the old men, in a field across the village’s square.
All the streets filled with soldiers and villagers. Only little children were free to continue their games.

Meanwhile the commanding officer had arrived in the village. He stopped out of his car followed a man in black suit and shoes full of dust. That man’s face was covered with a black cowl. Only two little holes on the black cloth were allowing him to see and revealing two eyes black as the dark. Eyes spreading death. Those eyes had come that evening in the village to look and pick out.

The soldiers in a short time, put all the villagers together in the field. The officer went near the people and stared them with his blue-gray eyes, for a few minutes. The man in the cowl was standing by the car watching the crowd.

The children had stopped their games and went to the square. Their innocent eyes were watching their family people gathered in the field. A little girl holding an old doll started crying.

“Shut up!” shouted one of the older children.
“I want my mum” said the little girl and rushed to the field right in her mother’s arms. A couple of soldiers turned their guns to the little girl but the officer gave a negative nod.

The man in black suit and cowl went near the villagers. In the first line, the little girl in her mother’s arms was staring the informer without fear. As if she couldn’t understand what happening around her. He was showing the soldiers those to be arrested. The soldiers took them and got them on the truck. One, two, three… ten.

The informer looked again with her black eyes at the first line and saw the little girl staring him. He went near her mother. The women was scared.

“Now, his hand will pick and me”, the woman thought and take hold the daughter tighter.

The little girl was still staring the cowl. She saw the informer’s eyes from the cloth’s two holes and… she smiled to him.
“Give me caramels” the girl said and at the same time left from her mother’s arms.

Behind the cowl the black eyes were watching the little girl and the villagers were watching the scene with fear. The informer put his hand in the right pocket of his jacket, he got out 3 – 4 caramels and gave them to the little girl.
A little bit, the truck with the soldiers and arrested people drove off the village’s square. The people gathered in the field was dismissed.

Inside the officer’s car, the informer took off the cowl and his suit jacket and threw them on the seat beside him.
From the right pocket of the jacket, rolled and fell down, a caramel…

 
ZACHAROULA GAITANAKI
PRAISE from the “Pan – Hellenic Union of Literature”

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2015

"Πορτοκαλί Φάκελος" Συλλογή διηγημάτων του Βαγγέλη Σωτήρη από τις εκδόσεις ΛΕΜΒΟΣ


Layout 1
Μια ηλικιωμένη που κατασκοπεύει τη νεαρή της γειτόνισσα, ένας πιτσιρίκος που μεγαλώνει στις φτωχογειτονιές της Αθήνας με ίνδαλμά του ένα μηχανόβιο, μια γυναίκα που έχει απαχθεί από έναν serial killer, ένα φάντασμα που περιφέρεται στο κέντρο της Αθήνας, μια παρέα σε ένα απομακρυσμένο ορεινό εξοχικό, και δέκα ακόμα ιστορίες τις οποίες ενώνει ο πορτοκαλί μίτος της πένας του Βαγγέλη Σωτήρη απαρτίζουν τη νέα συλλογή διηγημάτων των εκδόσεων Λέμβος.
Δεκαπέντε αυτόνομες ιστορίες μέσα στον ίδιο φάκελο.
Δεκαπέντε αφηγήσεις με κοινό άξονα και συνδετικό λογοτεχνικό εύρημα το πορτοκαλί χρώμα. Ενδιάμεσο και υβριδικό, άλλοτε λυτρωτικό και άλλοτε καταδικαστικό, αυτό το χρώμα βρίσκει την αρμονία του μέσα από τη σύγκρουση.
Το βιβλίο του συγγραφέα Β. Σωτήρη ακολουθεί τόσο τα χνάρια του ‘κοινωνικού’ όσο και του ‘μαγικού’ ρεαλισμού. Σκληρό σε αρκετά σημεία, συχνά ξεφεύγει σε άλλες διαστάσεις. Οι χαρακτήρες άκρως ρεαλιστικοί, άνθρωποι του περιθωρίου αλλά και της διπλανής πόρτας, και κάποτε σουρεαλιστικοί, καθώς στον πραγματικό χρόνο εισχωρεί το στοιχείο του φανταστικού ή του μεταφυσικού, μας αφηγούνται τις «πορτοκαλί» τους ιστορίες. Ένα βιβλίο που αξίζει να διαβαστεί!

Πέμπτη 7 Νοεμβρίου 2013

"Δίνη" Συλλογή διηγημάτων της Στέλλας Ασημακοπούλου. Από τις εκδόσεις ΣΑΪΤΑ. Διαβάστε το Ε-ΒΟΟΚ δωρεάν εδώ.

Τίτλος: "Δίνη"Συγγραφέας: Στέλλα Ασημακοπούλου
ISBN: 978-618-5040-41-3

Συντελεστές
Επιμέλεια-Διορθώσεις: Ευρυδίκη Αμανατίδου
Φωτογραφία εξωφύλλου: Πέτρος Κούτρας
Σελιδοποίηση: Ηρακλής Λαμπαδαρίου
Σύντομη περίληψη
Τι συμβαίνει όταν η καθημερινότητα παίρνει διαστάσεις άπιαστου ονείρου ή τρελού εφιάλτη; Όταν ανακαλύπτουμε τις άγνωστες πτυχές της ζωής; Αυτές που μέχρι χτες αγνοούσαμε την ύπαρξή τους. Ή όταν το συνειδητό γίνεται υποσυνείδητο απλά και μόνο για να αποφύγουμε τον λαβύρινθο στον οποίο θα μας συμπαρασύρουν;
Απλοί ήρωες του σήμερα, βιώνουν τις δικές τους ιστορίες μέσα από μυστήριο, ανατροπές, πόνο, απογοήτευση, αγάπη και μίσος.
Και μια Ελλάδα γεμάτη από θεωρίες συνομωσίας, που έχουν ένα μοναδικό κεντρικό άξονα: τη δίνη του λομυαύ και της ψυχής.
Κατεβάστε το βιβλίο σε μορφή .pdf (μέγεθος αρχείου: 1,27 MB) εδώ:


ή δείτε το απευθείας παρακάτω: