Πέμπτη 9 Ιουνίου 2016

Κάτω στην Κύπρο-Αμμόχωστος - Διήγημα της Λένας Φατούρου



Ο Θεόφιλος Βασιλείου μ’ ένα σακίδιο περασμένο στην καμπουριασμένη του πλάτη, και με βαριά περπατησιά--- που δε θύμιζε καθόλου τον καμαρωτό άντρα που ήταν κάποτε--- έκλεινε μάτι στην ελευθερία, πλησιάζοντας όλο και περισσότερο τη μεγάλη καγκελόπορτα των φυλακών.
Την ελευθερία που εδώ και δεκαπέντε χρόνια την είχε στερηθεί.

« Πάλι καλά» μονολογούσε.

« Φτηνά τη γλίτωσα. Βρισκόμουν σε άμυνα βλέπεις»

Αλήθεια, πως γίνεται σχεδόν μια ολόκληρη ζωή, να περνάει απ’ το μυαλό ενός ανθρώπου ανάμεσα σε λίγα μέτρα; Από τη στιγμή που βγήκε απ’ το κελί του, έως και την εξώπορτα των φυλακών, σαν μια ταινία μικρού μήκους πέρασαν μπροστά από τα μάτια του, μεγάλα γεγονότα που τον είχαν στιγματίσει. Ο εγκλεισμός, η απαξίωση, η στέρηση κάποιων δικαιωμάτων του ως άνθρωπο, ατσάλωσαν την καλή πλευρά του χαρακτήρα του,--- που ούτε κι αυτός ήξερε πως είχε--- και τώρα, άρχισε να κάνει και πάλι όνειρα. Ζωγράφιζε με τη σκέψη μια ήρεμη ζωή, που να μην έχει τίποτα κοινό με κείνη την παλιά που του κατέστρεψε ιδανικά και ηθικές.

2 Ήταν Αύγουστος του 1974, όταν αυτός και η Θεανώ, μπήκαν στο αυτοκίνητο πρωί-πρωί έτοιμοι να απολαύσουν ένα ήρεμο Σαββατοκύριακο, στην κοντινή Αίγινα. Μόλις που θυμήθηκε πως ο Μήνας είχε είκοσι. Εορτή του ΑΪ ΛΙΑ.

Γιόρταζε ο πατέρας του.

« Να μην ξεχάσω, να πάρω τον πατέρα μου τηλέφωνο» ακούστηκε η φωνή του.
« Μα δεν έχει πάει στην Κύπρο;» Ρώτησε εκείνη.
« Ναι, Κύπρο είναι. Εκεί στης θείας μου θα τηλεφωνήσω.»

Κατευθυνόντουσαν προς τον Πειραιά. Η Θεανώ, σιγοτραγουδώντας άνοιξε το ραδιόφωνο όταν στο άκουσμα των γεγονότων, πάγωσε το αίμα τους. Η φωνή του εκφωνητή μετέδιδε μια φρικτή είδηση. Βομβάρδιζαν την Κύπρο. Η Αμμόχωστος είχε θυσιαστεί σ’ ένα έγκλημα που δεν είχε προηγούμενο. Η αναγκαία διαφυγή του προέδρου Μακαρίου στο εξωτερικό---προκειμένου να γλιτώσει από τους πραξικοπηματίες της δικής μας χούντας--- άνοιξε το δρόμο στους Τούρκους που πάντα ορέγονταν το πανέμορφο Ελληνικό νησί να το κάνουν δικό τους. Αυτή η εισβολή βρήκε τον πληθυσμό απροετοίμαστο. Η σκιά του χάρου ήταν μόνιμη κατάσταση, δεν άφησε σπίτι για σπίτι που να μην το επισκεφτεί. Χάθηκε πολύς κόσμος, βιάστηκαν πολλές γυναίκες, κάηκαν χιλιάδες νοικοκυριά, και όσο για τους αγνοούμενους, χιλιάδες μάτια έκλαψαν γι αυτούς. Νιάτα που η δροσιά τους σκορπίστηκε στη δίνη ενός τρελού λαού.

Ο Ηλίας Βασιλείου ξύπνησε αναστατωμένος, και πέρασαν κάμποσα λεπτά μέχρι να καταλάβει ότι επρόκειτο για βομβαρδισμό. Έμενε στης αδερφής του στην Αμμόχωστο, την οποία επισκεπτόταν συχνά, κυρίως μετά την πώληση της επιχείρησης του και ενός καταστήματος που διατηρούσε για πολλά χρόνια στην όμορφη αυτή πόλη. Ο Θεόφιλος o γιός του, δεν φάνηκε αντάξιος των προσδοκιών του, αφού ακολούθησε τελείως διαφορετική επαγγελματική καριέρα με την οποία ο Ηλίας δε συμφώνησε ποτέ. Σκεφτόταν πως, τόσο ο ίδιος, όσο και η πρώην σύζυγος του, έστω κι αν χώρισαν του παρείχαν μία άνετη ζωή. Ο γιός τους ήταν από τα προνομιούχα παιδιά, τουλάχιστο ότι είχε να κάνει με το υλικό μέρος των πραγμάτων. Πολλές φορές έφερνε στο μυαλό του ο Ηλίας Βασιλείου την ημέρα που έγινε πατέρας. Εκείνο τον Μάρτη του 1928 που η νοτισμένη γη της Κύπρου μύριζε Άνοιξη, διάλεξε να έρθει στον κόσμο ο μικρός του άγγελος.

«Ορκίζομεν αφεντικόν, ότι θα σε κάμω ευτυχισμένον» του είχε πει ο γραμματέας του, καθώς τον ενημέρωνε για τη γέννηση του μωρού.

« Πολλά με ευχαρίστησες ορέ, πες στη γιαγιά Ανδριανή, να φτιάσει μπουρέκια και να τρατάρει ούλους» είχε προστάξει τότε, μαθαίνοντας το χαρμόσυνο γεγονός, δίνοντας στο μεταξύ ένα γερό φιλοδώρημα στον υπάλληλο, που επίτηδες δεν άφησε την κοπέλα του σπιτιού να φτάσει στο γραφείο του κυρίου της, και να του ανακοινώσει εκείνη το νέο.
Τώρα, ο Ηλίας στα εβδομήντα πέντε του χρόνια, έμελλε να ζήσει τούτη δω την καταστροφή που σχεδόν την περίμενε.

Ήταν έξυπνος άνθρωπος, είχε καταλάβει--- από τότε που αποφάσισε να έρχεται σαν επισκέπτης στην Κύπρο--- πως κάποια μέρα η πλούσια πατρίδα του θα γινόταν η πιο γευστική λεία στα χέρια των Τούρκων, αρκεί να τους δινόταν η ευκαιρία. Τα πολιτικά γεγονότα που πάντα παρακολουθούσε με πάθος, αυτό δήλωναν. Ταράχτηκε πολύ εκείνο το αιματοβαμμένο ξημέρωμα βλέποντας την αδερφή του μες την αναστάτωση της, να χάνει τις αισθήσεις της. Στην προσπάθεια του να φτάσει γρήγορα κοντά της, παραπάτησε και έπεσε στο πάτωμα χτυπώντας τη μέση του. Δεν πέρασε πολύ ώρα όταν η πόρτα έσπασε, και δυο σιδερένιες κάνες έβγαλαν το άχτι τους σε δυο χιονάτα κεφάλια. Δεν πρόλαβαν να δουν, ούτε αυτός, μα ούτε και η αδερφή του, το μέγεθος της καταστροφής αυτής της γης που τόσο αγάπησαν.

Ο Θεόφιλος, με τις ενοχές να τον έχουν ζώσει από παντού, σκέφτεται τις αμέτρητες φορές που είχε πληγώσει τον πατέρα του. Μετά την πάροδο δυο μηνών από την εισβολή, λέει και ξανά λέει στην Αφροδίτη: « είχαν άσχημο τέλος, θλίβομαι όταν το σκέφτομαι. Η πατρίδα μας έγινε στάχτη, αυτό δε θα το άντεχαν ούτως η άλλως. Ίσως ν’ ακούγεται σκληρό, αλλά όσο κι αν με θυμώνει, οι σιδερένιες κάνες έπαιξαν ρόλο λύτρωσης και για τους δυο.»

Τα μάτια του δακρύζουν καθώς λίγα ακόμη βήματα τον χωρίζουν από την ελευθερία. Κοντοστέκει, ανάβει ένα τσιγάρο, και θυμωμένος τα βάζει με τον εαυτό του. Θυμάται το αισχρό παιχνίδι που έπαιξε κάποτε, δείχνοντας ψεύτικο ενδιαφέρον για μια αγνή κοπέλα--- προκειμένου να πλησιάσει τη μητέρα της, που πράγματι είχε ερωτευτεί στα φοιτητικά του χρόνια--- και σιχαίνεται που ζει ακόμα. Αλήθεια, πόση μαεστρία χρησιμοποίησε τότε, για να πλησιάσει τη μικρή Θεανώ έχοντας βοηθό την νεανική του εμφάνιση, που καθόλου δεν έδειχνε τη διαφορά της ηλικίας τους. Με πόση ευφράδεια λόγου…. Την έμπλεξε στα δίχτυα του, δίχως κόπο.

Η ευκολόπιστη και πρωτόβγαλτη Θεανώ, έγινε παιχνιδάκι στα χέρια του. Αλλά και η Αφροδίτη η μητέρα της; Το ίδιο δεν έπαθε; Ύστερα από είκοσι ολόκληρα χρόνια, παρά τις ηθικές της συστολές, έπεσε στην αγκαλιά του σαν ώριμο φρούτο. ΝΑΙ! Ήθελε να εκδικηθεί τον άδικο τρόπο που του είχε φερθεί όταν διαπίστωσε πως παράλληλα με το δικό τους δεσμό, αυτή διατηρούσε και άλλον, εκείνου του Παύλου Πετρίδη. Εκτός που χάλασε τη φιλία των δυο αγοριών, εκτός που τον ξευτίλισε ανεπανόρθωτα, τον άφησε σύξυλο για να παντρευτεί τον Παύλο τελικά. Μία επιλογή που πρόσταξε το συμφέρον της και μόνο. Δημόσιος υπάλληλος στην τράπεζα ο Παύλος, θέση που την πήρε αμέσως μετά το πτυχίο του, ενώ άεργος και λίγο αλητάκος ο ίδιος, έτρωγε τα λεφτά του επιχειρηματία μπαμπά του, που είχε ρίζες από την Αμμόχωστο της Κύπρου.

Οι γονείς του είχαν χωρίσει όταν αυτός ήταν δώδεκα ετών, και ζούσε με τη μητέρα του στο προάστιο της Κηφισιάς στη βίλα της οδού Ανθέων. Έτσι, η Αφροδίτη προτίμησε τον λιγότερο όμορφο και φτωχότερο, αλλά νοικοκυρεμένο με μόνιμη δουλειά Παύλο, από τον άστατο, και δίχως σίγουρο μέλλον Θεόφιλο. Κουνάει το κεφάλι του, κάνοντας συνάμα μία κοροϊδευτική γκριμάτσα έχοντας ειρωνικό ύφος απέναντι στον εαυτό του. « Έπαιξες, και έχασες αγαπητέ.» Του λέει, θαρρείς και απευθυνόταν σε κάποιον συνομιλητή. «Μόνο που αυτό το επικίνδυνο παιχνίδι, είχε άσχημο τέλος. Όπως κάθε παιχνίδι αυτού του είδους, που αν δεν προσέξεις, παραμονεύει το κακό.»

Ο Παύλος Πετρίδης ήταν αδύνατον να διαχειριστεί την όλη κατάσταση. Ως δια μαγείας η συνεννόηση, αλλά και η κατανόηση που υπήρχε κάποτε από τις δυο αγαπημένες του υπάρξεις, είχαν εξαφανιστεί. Όποιο τρόπο κι αν χρησιμοποίησε, απέτυχε. Η έντονη ενέργεια του, μεταλλάχτηκε σε έντονη απραξία. Οι σχέσεις του με την Αφροδίτη είχαν πάρει για τα καλά τον κατήφορο, ενώ η κόρη του, είχε διαλέξει λάθος μονοπάτια. Δεν θύμιζε καθόλου τον εύρωστο άντρα που ήταν κάποτε, και τα μαλλιά του γκριζάρισαν μέσα σε λίγους μήνες. Το σώμα του σκυφτό και κουρασμένο, έδειχνε άνθρωπο που μάλλον δεν αγαπούσε τη ζωή. Η μόνη που πόναγε πια γι αυτόν, ήταν η Μαριέττα η οικονόμος του σπιτιού.

Τόσα χρόνια κοντά του, από τότε που γεννήθηκε η Θεανώ του, την ένιωθε σαν συγγενή πια. Η Μαριέττα γνώριζε μέσες άκρες τι γινόταν γύρω της. Έτυχε κάποια μέρα να δει την κυρά της στο ακριβό αυτοκίνητο ενός άντρα, που την φιλούσε. Κόντεψε να πέσει κατά γης. Όμως, μιλιά. Αυτό που δε μπορούσε να φανταστεί, ήταν την πιο βρώμικη πλευρά αυτής της ιστορίας. Με την πάροδο κάποιων μηνών, ένας καλοθελητής ενημέρωσε τον Παύλο για το τι συνέβαινε. Μάνα και κόρη, αγνοώντας την ύπαρξη η μία της άλλης στη ζωή του Θεόφιλου, και δέσμιες σ’ έναν έρωτα σάπιο, τυφλές, χωρίς να μπορούν να δουν το αληθινό πρόσωπο αυτού του άντρα, κατέστρεφαν λίγο-λίγο σαν το σαράκι, ότι καλό απλόχερα τους είχε προσφέρει η ζωή. Αργά το απόγευμα ο άμοιρος Παύλος, χτύπησε τον μπρούτζινο κρίκο, της πόρτας της οδού Ανθέων. Εκείνη άνοιξε, και στο κατώφλι εμφανίστηκε ο Θεόφιλος. Τα μάτια του αλληθώρισαν, όταν το όπλο ακούμπησε το μεσόφρυδο. Πριν όμως ο Παύλος προλάβει να πατήσει την σκανδάλη, με έναν εξαιρετικό ταχύ ελιγμό ο Θεόφιλος έπεσε επάνω του, και κάρφωσε τη σφαίρα που προοριζόταν για τον ίδιο, στην καρωτίδα του Θεόφιλου.

Έφτασε επιτέλους στη μεγάλη εξώπορτα των φυλακών. Τίναξε το κεφάλι του σαν να ήθελε να διώξει κάθε κακιά ανάμνηση, και απάντησε στην ερώτηση του φύλακα που ίσα-ίσα πρόλαβε ν’ ακούσει. « Στην ουσία Κύπριος είμαι. Σκέφτομαι πολύ σοβαρά να γίνω μόνιμος κάτοικος πια. Μου μένουν κάποια χρόνια ακόμα για να παλέψω λεύτερος!»
« Σου εύχομαι τα καλύτερα..» του απαντά ο φύλακας.
«Ευχαριστώ. Πάω για τα καλύτερα φίλε, πάω στη θάλασσα που γέννησε την κόρη του έρωτα, την Αφροδίτη. Για μια Αφροδίτη έγιναν όλα! Αυτή ήταν η αιτία που γνώρισα και την άλλη πλευρά της ζωής. Στην Αφροδίτη χρωστάω τη γνωριμία μας,» του είπε χαμογελώντας πικρά.»Φεύγω, φεύγω για την όμορφη νύφη της Μεσογείου, που ψάχνει όπως εγώ τη λευτεριά, στους λόφους και στους ανθισμένους κάμπους, που μοσχοβολούν ελπίδα, και άρωμα λεμονανθών. «ΓΛΥΚΙΑ ΜΟΥ ΚΥΠΡΙ, ΛΑΧΤΑΡΙΣΑ ΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ ΣΟΥ ΣΤΡΩΜΑ.»
Ακουγόταν η φωνή του, καθώς η σιλουέτα του χανόταν στο βάθος του δρόμου.






 ACATOUROY

Λένα Φατούρου
Ποιήτρια-Πεζογράφος
Μέλος της ΄Ενωσης Ελλήνων Λογοτεχνών
Μέλος της ΄Ενωσης Κορινθίων Λογοτεχνών
Ειδική Γραμματέας του Λογοτεχνικού Ομίλου «Ξάστερον»
Το ανωτερο διήγημα πήρε Α’ Βραβείο από τον Ελληνικό Πολιτιστικό Όμιλο Κυπρίων (Ε.Π.Ο.Κ.) (10 Ιανουαρίου 2016)