Ζωγραφική: Μιχάλης Μαδένης
Η Ζέφη, δασκάλα στο Σχολείο των Κωφών, τριάντα πέντε ετών, δυο χρόνια χωρισμένη, οδηγεί το Φιατάκι της, ανεβαίνει στις κοντινές, χιονισμένες λοφοπλαγιές έχοντας δίπλα της, στη θέση του συνοδηγού, τον κουβά. Οδηγεί σχετικώς ψύχραιμα – σκέφτεται: πόσες πιθανότητες είχε αυτό να συμβεί;
Ξεκίνησε σήμερα πρωί, παραμονή Χριστουγέννων, μαζί με το παιδί, το αγοράκι της τον Χρήστο, που είναι δυόμισι χρόνων, και φτάσανε στο σούπερ μάρκετ για να ψωνίσουν, να γυρίσουνε και μετά να πάνε να κοινωνήσουν. Πήρε η Ζέφη ένα καρότσι απ’ τη σειρά, κι άρχισε να βάζει μέσα τρόφιμα. Στο τέλος σκέφτηκε να πάρει και ένα μικρό τσουβάλι πατάτες – τις θυμήθηκε βλέποντας τα σακιά στη γωνιά. Μικρά τσουβαλάκια από κίτρινο νάιλον, δικτυωτό. Πήρε ένα σακί, το έβαλε πάνω απ’ όλα τα τρόφιμα μέσα στο καρότσι, και μετά, σήκωσε το παιδί και το απόθεσε πάνω στο τσουβάλι, κάτι που πάντα του άρεσε όταν πηγαίνανε στο σούπερ μάρκετ. Το ’βλεπε σαν βόλτα. Ο μικρός χοροπηδούσε πάνω στο τσουβαλάκι και χαιρόταν – η Ζέφη έκανε μερικές γύρες ακόμα μήπως ξέχασε τίποτε.
Κουβάλησε τα ψώνια στο σπίτι κάπως γρήγορα για να προλάβουνε να πάνε και στην εκκλησία. Το παιδί, με το που ξαναμπήκανε στο αμάξι άρχισε να κλαίει. Με ένα περίεργο κλάμα. Η Ζέφη το καθησύχαζε, νόμιζε ότι ήταν η συνηθισμένη γκρίνια του. Το μάλωνε, το χάιδευε. Εκείνο σώπαινε και μετά άρχιζε πάλι να κλαίει.
Απ’ την στιγμή που μπήκαν στο ναό, το παιδί αποχαλινώθηκε. Το κρατούσε η Ζέφη στην αγκαλιά σφιχτά και δεν μπορούσε να το κάνει ζάφτι. Χτυπιότανε, τσίριζε, ούρλιαζε, έκλαιγε. Κάτι ήθελε να πει και δεν τα κατάφερνε. Ο κόσμος ενοχλούνταν αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα – είχε πλησιάσει η ώρα της μετάληψης. Η σειρά είχε στηθεί κιόλας μπροστά τους και ο παπα–Μακάριος της εκκλησιάς του Αγίου Χαραλάμπους, ιερέας ψηλός, με ευγενική μορφή, σοβαρός, με βαθιά, υπέροχη φωνή, είχε βγει με το Αγιο Δισκοπότηρο και με το κουταλάκι και είχε αρχίζει να μεταλαβαίνει τον κόσμο.
Οσο μίκραινε η σειρά τόσο το παιδί αλλοφρονούσε. Ξέφυγε, μια στιγμή, απ’ τη μάνα του, έπεσε κάτω με δαρμοσπασμούς και μαγουλοσύρθηκε στο δάπεδο του ναού. Αλλά όλοι έκαναν υπομονή – σκέφτονταν πως το παιδί κάτι έχει και το έφερνε η μάνα του να μεταλάβει, μήπως και βοηθηθεί. Δυσανασχετούσαν, γύριζαν το κοίταζαν αλλά δεν μιλούσαν – κάποιος είπε χαμηλόφωνα τη λέξη «δαιμονισμένο».
Ο ιερέας είχε εντοπίσει από νωρίς το παιδί και το παρατηρούσε κάθε τόσο, εντελώς γαλήνιος.
Φτάσανε στα δυο βήματα. Η Ζέφη κράτησε το παιδί πιο γερά, προσεκτικά.
Ο παπάς έτεινε το κουταλάκι με την μεταλαβιά – ο μικρός Χρήστος ήρθε σε παραλήρημα, χτυπιότανε ολόκληρος, τραβιότανε πίσω, δεν ήθελε. Κι όπως ο ιερέας έσκυψε λίγο παραπάνω, χτυπάει, το παιδί, μια, με το χέρι του και με απρόσμενη δύναμη, το Αγιο Δισκοπότηρο, το ρίχνει κάτω και όλη η μετάληψη χύνεται στο πάτωμα της εκκλησίας κι απλώνεται σαν μεγάλη κηλίδα αίμα – όσοι περίμεναν στην σειρά είδαν την εικόνα αυτή κι ένιωσαν σαν να δέχτηκαν μια μαχαιριά στο στήθος.
Η Ζέφη άρχισε να κλαίει. Τραβήχτηκε με το παιδί πιο εκεί και κάθησε σε ένα στασίδι κρατώντας το αγκαλιά.
Ο παπάς, ήρεμος πάντα, γαλήνιος, σήκωσε κι άφησε πίσω του σε ένα τραπεζάκι το Αγιο Δισκοπότηρο και το κουταλάκι και έπεσε στα τέσσερα. Σύρθηκε στο δάπεδο κι άρχισε να γλείφει τη μετάληψη μαζί με τα σκουπίδια και τα χώματα, τη σκόνη και τα υπολείμματα των παπουτσιών του κόσμου. Σχολαστικά, επίμονα, σαν ατάιστο σκυλί. Πόντο πόντο, γουλιά γουλιά, γιατί το δόγμα απαγορεύει να σκουπίσεις το αίμα του Χριστού. Το ήπιε όλο ο ιερέας. Μετά στάθηκε να ξεκουραστεί. Ξάπλωσε μπρούμυτα, εξουθενωμένος. Εμεινε έτσι ακίνητος, για λίγο, μέσα στην βουβή εκκλησία, σαν θα ’λεγες, για να κοιμηθεί, εκεί, στο δάπεδο, επιτόπου.
Ολοι κρατούσανε την αναπνοή τους. Κοιτούσανε σαν χαμένοι.
Ο παπάς ανασηκώθηκε, αργά, σαν να ξύπνησε. Ξεσκόνισε τα ιερά του άμφια, κι έκανε ήρεμα το σταυρό του, μουρμουρίζοντας.
«Η γέννησή σου, Χριστέ ο Θεός...»
Εριξε μια πλάγια ματιά στο παιδί που ησύχαζε στην αγκαλιά της μάνας του. Υστερα έστρεψε κι έφερε απ’ το Ιερό ένα μπουκάλι γεμάτο με καθαρό οινόπνευμα και το έριξε ραντιστά στο δάπεδο, σ’ όλο το μέρος όπου είχε πέσει η μετάληψη. Μετά έβγαλε απ’ τα ράσα του σπίρτα, άναψε ένα κι έβαλε στο οινόπνευμα φωτιά, που τινάχτηκε ψηλά, με ένα μπαφ! μέσα στον ναό, προς τον τρούλο, φωταγωγώντας τον.
Το εκκλησίασμα τραβήχτηκε τρομαγμένο προς τα πίσω, φρικίασε.
Ο ιερέας έκαψε ό,τι απόμεινε απ’ την μετάληψη στο δάπεδο, ενώ δεν άφηνε κανέναν να πατήσει εκεί, πριν σβήσει η φλόγα, πριν καθαριστεί απόλυτα το μέρος, εντελώς.
Με το που έσβησε μόνη της, σιγά σιγά, η φωτιά, ο παπάς πήγε μέσα στο Αγιο Βήμα, να βάλει φρέσκο κρασί και ψίχα στο Δισκοπότηρο, για να συνεχίσει την μετάληψη – εκείνη τη στιγμή η Ζέφη ένιωσε το παιδί να λιποθυμάει στην αγκαλιά της. Εβγαλε μια κραυγή, βγήκε τρέχοντας έξω, μπήκε στο αυτοκίνητο και οδηγώντας με άγχος, κλαίγοντας, τράβηξε προς το Κέντρο Υγείας, που ευτυχώς δεν απείχε πάνω από ένα πεντάλεπτο. Οι γιατροί πήραν το παιδί μέσα γρήγορα, το εξέτασαν – δεν μπορούσαν να καταλάβουν. Μια νοσοκόμα το γύμνωσε και τότε είδε ένας γιατρός στο αριστερό μπούτι του παιδιού τις δυο μικρές τρύπες και το μεγάλο οίδημα γύρω γύρω.
– Φίδι, είπε. Το δάγκωσε φίδι. Οχιά.
Του έκανε αμέσως ένεση ατροπίνης και το έβαλε στον ορό. Το παιδί ήταν σε κώμα.
– Πρέπει να φύγει αμέσως για το νοσοκομείο, είπε ο γιατρός. Κινδυνεύει, το δηλητήριο έχει προχωρήσει.
Πήραν γρήγορα το αγοράκι με το ασθενοφόρο – η Ζέφη το συνόδευσε. Εκλαιγε, σπάραζε.
Προς το μεσημέρι άρχισε σιγά σιγά το παιδί να συνέρχεται. Αλλά το κράτησαν εκεί, στο νοσοκομείο, προληπτικά.
Η Ζέφη γύρισε σπίτι. Μπήκε στην κουζίνα – τα φωτάκια απ’ το χριστουγεννιάτικο δέντρο παραληρούσαν ρίχνοντας χρωματιστές, διακεκομμένες δέσμες σ’ όλο το σπίτι. Και βλέπει την γάτα τους (που τόσο την αγαπάει ο μικρός) να είναι μπροστά στο τσουβαλάκι με τις πατάτες που ψώνισε το πρωί, με σηκωμένη τρίχα και να το κοιτάζει επίμονα. Η Ζέφη παρατηρεί, τότε, κάτι να κινείται μέσα στο σακί – μετά διακρίνει την μικρή οχιά: να κουλουριάζεται και να κρύβεται καλύτερα. Η γάτα πλησιάζει και με μιαν αστραπιαία κίνηση χτυπάει το φίδι, που πετάγεται στο δάπεδο. Το νυχιάζει ακόμα μερικές φορές, παίζοντας, κι όχι για να το σκοτώσει. Η Ζέφη ανατρίχιασε ολόκληρη. Πάει και παίρνει τη μασιά απ’ το τζάκι για το λιώσει. Αλλά, τελευταία στιγμή, μετανιώνει. Το λυπάται. Παγώνει. Και θυμάται ότι είναι Χριστούγεννα σήμερα. Κι αυτό, ένα πλάσμα Θεού – μάνα το γέννησε. Στέκει αμήχανη. Μετά πάει, φέρνει μια μεγάλη πετσέτα, την πετάει πάνω του – είναι λιποθυμισμένο. Το αρπάζει μαζί με την πετσέτα και το βάζει σ’ έναν κουβά. Από πάνω χώνει σφιχτά, πατικώνει και το βαρύ μπουρνούζι της.
Και τώρα ανεβαίνοντας με το αυτοκίνητο, μακριά απ’ τον οικισμό, στις μισοχιονισμένες λοφοπλαγιές του Χορτιάτη, σταματάει. Διστάζει. Βλέπει γύρω. Χιόνια κι ερημιά. Ψυχή δεν βλογάει πουθενά. Ανοίγει το τζάμι του συνοδηγού, παίρνει τον κουβά και τον αδειάζει απέξω, πετσέτα, μπουρνούζι και φίδι μαζί – ένα ρίγος τρέχει στην πλάτη της. Μετά σκύβει δισταχτικά και βλέπει την οχιά να σέρνεται μαιανδρίζοντας ζαβά, ζαλισμένη ακόμα, και να χώνεται σε ένα θάμνο. Σκέφτεται πως το φίδι θα είχε μπει στο τσουβαλάκι μετά την ενσάκκιση, κι είχε πέσει, κρυμμένο στις πατάτες, σε χειμερία νάρκη. Με το που κάθησε πάνω το παιδί, η οχιά ζεστάθηκε, ξύπνησε, ζορίστηκε και... Βγάζει η Ζέφη το κινητό, να τηλεφωνήσει στον τέως άντρα της – το αναβάλλει.
Στρίβει και τραβάει προς την εκκλησιά, πριν ξαναπάει στο νοσοκομείο. Μπαίνει πάλι στην πόλη. Κόσμος πολύς στους δρόμους, κρατώντας ψώνια, χαρούμενος. Φωταψία παντού. Αστράφτουνε, ανύποπτες, οι βιτρίνες, τρέχουν, αμέριμνα, τα παιδιά φωνάζοντας, γλιστρώντας, πετώντας μεταξύ τους χιονόμπαλες.
Η Ζέφη μπαίνει στο ναό. Προχωρεί, παίρνει κι ανάβει ένα κερί. Νιώθει εντελώς μόνη, αδύναμη, άδεια. Στο έλεος. Βουρκώνει – μετά τα μάτια της αρχίζουνε να τρέχουνε ανεξέλεγκτα. Και τραυλίζοντας ψιθυρίζει, για πρώτη φορά, μετά από πολλά χρόνια, απ’ την εφηβεία της, αυθόρμητα, ασυναίσθητα, τις ξεχασμένες λέξεις:
«Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει...».
Το διήγημα γράφτηκε από τον Γιώργο Σκαμπαρδώνη και εικονογραφήθηκε από τον Μιχάλη Μαδένη για τη χριστουγεννιάτικη έκδοση της «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ».