Το καμιόνι με τους Γερμανούς
στρατιώτες σταμάτησε στην πλατεία του χωριού. Κατέβηκαν και σκόρπισαν να
βγάλουν τον κόσμο από τα σπίτια και να τους μαζέψουν όλους, άντρες,
γυναίκες, νέους και ηλικιωμένους σ’ ένα μεγάλο οικόπεδο απέναντι από την
πλατεία.
Γεμίσανε οι δρόμοι με στρατιώτες και χωρικούς. Μονάχα τα μικρά παιδιά άφησαν ελεύθερα να συνεχίσουν τα παιχνίδια τους.
Ο επικεφαλής αξιωματικός είχε στο μεταξύ φτάσει με το αυτοκίνητό του στο χωριό. Μαζί του κατέβηκε κι ένας άντρας με μαύρο κοστούμι και σκονισμένα παπούτσια, που είχε το πρόσωπό του σκεπασμένο με μια μαύρη κουκούλα. Δύο τρύπες στο μαύρο ύφασμα, για να βλέπει, φανέρωναν δυο μάτια μαύρα σαν το σκοτάδι. Μάτια που σκορπούσαν τον θάνατο. Αυτά τα μάτια είχαν έρθει τούτο το απόγευμα στο χωριό για να κοιτάξουν, για να «διαλέξουν».
Οι στρατιώτες, σε λίγα λεπτά, μαζέψανε στο οικόπεδο όλο το χωριό. Ο αξιωματικός τους πλησίασε τους συγκεντρωμένους και τους κοίταξε με τα γκριζογάλανα μάτια του για πολλή ώρα. Ο άνθρωπος με την κουκούλα στεκότανε κοντά στο αυτοκίνητο και παρακολουθούσε από κει το πλήθος.
Τα παιδιά είχανε σταματήσει τα παιχνίδια τους και βρεθήκανε και κείνα στην πλατεία παρατηρώντας με τ’ αθώα μάτια τους τούς δικούς τους ανθρώπους που ήταν μαζεμένοι στο οικόπεδο. Ένα κοριτσάκι, που κρατούσε μια παλιά κουκλίτσα στην αγκαλιά του, άρχισε να κλαίει.
– Σώπασε, την μάλωσε ένα από τα μεγαλύτερα παιδιά.
– Θέλω την μαμά μου, ξανάπε το κοριτσάκι. Και πριν προλάβει να της πει το αγόρι οτιδήποτε, έτρεξε στο οικόπεδο και χώθηκε στην αγκαλιά της μητέρας της. Δυο – τρεις στρατιώτες έστρεψαν τα όπλα τους πάνω στη μικρή, μα μ’ ένα νεύμα του αξιωματικού γυρίσανε στις θέσεις τους.
Ο άνθρωπος με το μαύρο κοστούμι και την κουκούλα πλησίασε τους συγκεντρωμένους. Στην πρώτη σειρά, το κοριτσάκι στην μητρική αγκαλιά κοιτούσε τον προδότη χωρίς φόβο. Δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε γύρω του. Εκείνος «έδειχνε» στους στρατιώτες όσους έπρεπε να συλληφθούν. Αυτοί τους βγάζανε από το οικόπεδο και τους οδηγούσαν στο καμιόνι. Ένας, δύο, τρεις… δέκα.
Ο προδότης έστρεψε ξανά τα μαύρα μάτια του στην πρώτη γραμμή κι είδε την μικρούλα που τον κοίταζε. Πλησίασε την μητέρα της. Ο φόβος φώλιασε στην ψυχή της γυναίκας.
– Τώρα θα δείξει με το χέρι του και μένα, σκέφτηκε κι έσφιξε την κόρη της στην αγκαλιά της.
Το κοριτσάκι κοίταξε την κουκούλα, είδε τα μάτια του προδότη απ΄ τις δύο τρύπες του υφάσματος και του… χαμογέλασε.
– Θέλω καραμέλες, του είπε η μικρή, εγκαταλείποντας ταυτόχρονα την αγκαλιά της μητέρας της.
Πίσω από την κουκούλα, τα μαύρα μάτια του άντρα κοίταζαν το κοριτσάκι. Οι χωρικοί παρακολουθούσαν φοβισμένοι.
Ο προδότης έβαλε το χέρι στην δεξιά τσέπη του σακακιού του, έβγαλε 3 – 4 καραμέλες και τις έδωσε στην μικρούλα.
Λίγο αργότερα, το καμιόνι με τους στρατιώτες και τους συλληφθέντες ξεκινούσε από την πλατεία του χωριού. Ο κόσμος στο μεγάλο οικόπεδο άρχισε να φεύγει.
Στο αυτοκίνητο του αξιωματικού που προηγούνταν της πομπής, ο προδότης έβγαλε την κουκούλα και το σακάκι του και τα πέταξε στο κάθισμα δίπλα του.
Απ΄ την δεξιά τσέπη του ρούχου, κύλησε κι έπεσε στο πάτωμα του οχήματος, μια καραμέλα…
Ζαχαρούλα Γαϊτανάκη
(ΕΠΑΙΝΟΣ διηγήματος από την «Πανελλήνια ΄Ενωση Λογοτεχνών». Έχει μεταφραστεί στ’ Αγγλικά, Κινέζικα και Μπενγκάλι – Ινδικά.)
THE CARAMELS
Greece, 2nd World War. In a Greek village.
A truck with German soldiers, stopped near the square. The soldiers came out and scattered to take people out from their houses and gather all of them, men, women, young and the old men, in a field across the village’s square.
All the streets filled with soldiers and villagers. Only little children were free to continue their games.
Meanwhile the commanding officer had arrived in the village. He stopped out of his car followed a man in black suit and shoes full of dust. That man’s face was covered with a black cowl. Only two little holes on the black cloth were allowing him to see and revealing two eyes black as the dark. Eyes spreading death. Those eyes had come that evening in the village to look and pick out.
The soldiers in a short time, put all the villagers together in the field. The officer went near the people and stared them with his blue-gray eyes, for a few minutes. The man in the cowl was standing by the car watching the crowd.
The children had stopped their games and went to the square. Their innocent eyes were watching their family people gathered in the field. A little girl holding an old doll started crying.
“Shut up!” shouted one of the older children.
“I want my mum” said the little girl and rushed to the field right in her mother’s arms. A couple of soldiers turned their guns to the little girl but the officer gave a negative nod.
The man in black suit and cowl went near the villagers. In the first line, the little girl in her mother’s arms was staring the informer without fear. As if she couldn’t understand what happening around her. He was showing the soldiers those to be arrested. The soldiers took them and got them on the truck. One, two, three… ten.
The informer looked again with her black eyes at the first line and saw the little girl staring him. He went near her mother. The women was scared.
“Now, his hand will pick and me”, the woman thought and take hold the daughter tighter.
The little girl was still staring the cowl. She saw the informer’s eyes from the cloth’s two holes and… she smiled to him.
“Give me caramels” the girl said and at the same time left from her mother’s arms.
Behind the cowl the black eyes were watching the little girl and the villagers were watching the scene with fear. The informer put his hand in the right pocket of his jacket, he got out 3 – 4 caramels and gave them to the little girl.
A little bit, the truck with the soldiers and arrested people drove off the village’s square. The people gathered in the field was dismissed.
Inside the officer’s car, the informer took off the cowl and his suit jacket and threw them on the seat beside him.
From the right pocket of the jacket, rolled and fell down, a caramel…
ZACHAROULA GAITANAKI
PRAISE from the “Pan – Hellenic Union of Literature”
Ο επικεφαλής αξιωματικός είχε στο μεταξύ φτάσει με το αυτοκίνητό του στο χωριό. Μαζί του κατέβηκε κι ένας άντρας με μαύρο κοστούμι και σκονισμένα παπούτσια, που είχε το πρόσωπό του σκεπασμένο με μια μαύρη κουκούλα. Δύο τρύπες στο μαύρο ύφασμα, για να βλέπει, φανέρωναν δυο μάτια μαύρα σαν το σκοτάδι. Μάτια που σκορπούσαν τον θάνατο. Αυτά τα μάτια είχαν έρθει τούτο το απόγευμα στο χωριό για να κοιτάξουν, για να «διαλέξουν».
Οι στρατιώτες, σε λίγα λεπτά, μαζέψανε στο οικόπεδο όλο το χωριό. Ο αξιωματικός τους πλησίασε τους συγκεντρωμένους και τους κοίταξε με τα γκριζογάλανα μάτια του για πολλή ώρα. Ο άνθρωπος με την κουκούλα στεκότανε κοντά στο αυτοκίνητο και παρακολουθούσε από κει το πλήθος.
Τα παιδιά είχανε σταματήσει τα παιχνίδια τους και βρεθήκανε και κείνα στην πλατεία παρατηρώντας με τ’ αθώα μάτια τους τούς δικούς τους ανθρώπους που ήταν μαζεμένοι στο οικόπεδο. Ένα κοριτσάκι, που κρατούσε μια παλιά κουκλίτσα στην αγκαλιά του, άρχισε να κλαίει.
– Σώπασε, την μάλωσε ένα από τα μεγαλύτερα παιδιά.
– Θέλω την μαμά μου, ξανάπε το κοριτσάκι. Και πριν προλάβει να της πει το αγόρι οτιδήποτε, έτρεξε στο οικόπεδο και χώθηκε στην αγκαλιά της μητέρας της. Δυο – τρεις στρατιώτες έστρεψαν τα όπλα τους πάνω στη μικρή, μα μ’ ένα νεύμα του αξιωματικού γυρίσανε στις θέσεις τους.
Ο άνθρωπος με το μαύρο κοστούμι και την κουκούλα πλησίασε τους συγκεντρωμένους. Στην πρώτη σειρά, το κοριτσάκι στην μητρική αγκαλιά κοιτούσε τον προδότη χωρίς φόβο. Δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε γύρω του. Εκείνος «έδειχνε» στους στρατιώτες όσους έπρεπε να συλληφθούν. Αυτοί τους βγάζανε από το οικόπεδο και τους οδηγούσαν στο καμιόνι. Ένας, δύο, τρεις… δέκα.
Ο προδότης έστρεψε ξανά τα μαύρα μάτια του στην πρώτη γραμμή κι είδε την μικρούλα που τον κοίταζε. Πλησίασε την μητέρα της. Ο φόβος φώλιασε στην ψυχή της γυναίκας.
– Τώρα θα δείξει με το χέρι του και μένα, σκέφτηκε κι έσφιξε την κόρη της στην αγκαλιά της.
Το κοριτσάκι κοίταξε την κουκούλα, είδε τα μάτια του προδότη απ΄ τις δύο τρύπες του υφάσματος και του… χαμογέλασε.
– Θέλω καραμέλες, του είπε η μικρή, εγκαταλείποντας ταυτόχρονα την αγκαλιά της μητέρας της.
Πίσω από την κουκούλα, τα μαύρα μάτια του άντρα κοίταζαν το κοριτσάκι. Οι χωρικοί παρακολουθούσαν φοβισμένοι.
Ο προδότης έβαλε το χέρι στην δεξιά τσέπη του σακακιού του, έβγαλε 3 – 4 καραμέλες και τις έδωσε στην μικρούλα.
Λίγο αργότερα, το καμιόνι με τους στρατιώτες και τους συλληφθέντες ξεκινούσε από την πλατεία του χωριού. Ο κόσμος στο μεγάλο οικόπεδο άρχισε να φεύγει.
Στο αυτοκίνητο του αξιωματικού που προηγούνταν της πομπής, ο προδότης έβγαλε την κουκούλα και το σακάκι του και τα πέταξε στο κάθισμα δίπλα του.
Απ΄ την δεξιά τσέπη του ρούχου, κύλησε κι έπεσε στο πάτωμα του οχήματος, μια καραμέλα…
Ζαχαρούλα Γαϊτανάκη
(ΕΠΑΙΝΟΣ διηγήματος από την «Πανελλήνια ΄Ενωση Λογοτεχνών». Έχει μεταφραστεί στ’ Αγγλικά, Κινέζικα και Μπενγκάλι – Ινδικά.)
THE CARAMELS
Greece, 2nd World War. In a Greek village.
A truck with German soldiers, stopped near the square. The soldiers came out and scattered to take people out from their houses and gather all of them, men, women, young and the old men, in a field across the village’s square.
All the streets filled with soldiers and villagers. Only little children were free to continue their games.
Meanwhile the commanding officer had arrived in the village. He stopped out of his car followed a man in black suit and shoes full of dust. That man’s face was covered with a black cowl. Only two little holes on the black cloth were allowing him to see and revealing two eyes black as the dark. Eyes spreading death. Those eyes had come that evening in the village to look and pick out.
The soldiers in a short time, put all the villagers together in the field. The officer went near the people and stared them with his blue-gray eyes, for a few minutes. The man in the cowl was standing by the car watching the crowd.
The children had stopped their games and went to the square. Their innocent eyes were watching their family people gathered in the field. A little girl holding an old doll started crying.
“Shut up!” shouted one of the older children.
“I want my mum” said the little girl and rushed to the field right in her mother’s arms. A couple of soldiers turned their guns to the little girl but the officer gave a negative nod.
The man in black suit and cowl went near the villagers. In the first line, the little girl in her mother’s arms was staring the informer without fear. As if she couldn’t understand what happening around her. He was showing the soldiers those to be arrested. The soldiers took them and got them on the truck. One, two, three… ten.
The informer looked again with her black eyes at the first line and saw the little girl staring him. He went near her mother. The women was scared.
“Now, his hand will pick and me”, the woman thought and take hold the daughter tighter.
The little girl was still staring the cowl. She saw the informer’s eyes from the cloth’s two holes and… she smiled to him.
“Give me caramels” the girl said and at the same time left from her mother’s arms.
Behind the cowl the black eyes were watching the little girl and the villagers were watching the scene with fear. The informer put his hand in the right pocket of his jacket, he got out 3 – 4 caramels and gave them to the little girl.
A little bit, the truck with the soldiers and arrested people drove off the village’s square. The people gathered in the field was dismissed.
Inside the officer’s car, the informer took off the cowl and his suit jacket and threw them on the seat beside him.
From the right pocket of the jacket, rolled and fell down, a caramel…
ZACHAROULA GAITANAKI
PRAISE from the “Pan – Hellenic Union of Literature”