"Κορίτσι απ' αλλού..." Διήγημα της Κωνσταντίνας Γιαννακούρα
http://nineserenades.blogspot.com/
Είναι δεκαεννιά κι ας λέει είκοσι πέντε. Το γραφείο που μου την έστειλε, τηρώντας κάποιο εμπνευσμένο επαγγελματικό πρωτόκολλο -αστεία παρατήρηση για μια χώρα σαν την Ελλάδα και... ξεκαρδιστική για το εν λόγω γραφείο - μου παρέδωσε και φωτοτυπία του διαβατηρίου της, "για να ξέρεις ποιά βάζεις σπίτι σου", όπως χαρακτηριστικά είπε ο κύριος Γαβρίλης, ο υπεύθυνος του γραφείου, ένας τύπος με βλαχαδερή προφορά κι ελαφρώς γλοιώδεις τρόπους. Υποθέτω ότι κάποτε κουράστηκε από την περιορισμένη και κοπιώδη αγροτική ζωή του χωριού του και βρέθηκε στο γραφείο της πρωτεύουσας, ελπίζοντας σε καλύτερες μέρες. Η διακίνηση κι εύρεση εργασίας σε παράνομους -ίσως και μη- αλλοδαπούς πρέπει να φλάσαρε στο νου του ως ιδανική περίπτωση επαγγέλματος: δεν χρειάζεται γνώσεις, ούτε πτυχία, ούτε προϋπηρεσία, ούτε παρουσιαστικό, ούτε επικοινωνιακές ή άλλες δεξιότητες. Το μόνο που χρειάζεται είναι κάποιες σωστές διασυνδέσεις...κι ένα τηλέφωνο. Α! βεβαίως να μην ξεχάσω: και μια εμφανίσιμη αλλοδαπή, ομιλούσα στοιχειώδη ελληνικά για να εισπράττει από τους πελάτες το μερτικό του γραφείου, καθώς ο Γαβρίλης πρωτίστως δεν ασχολείται πια με τέτοια ποταπά καθήκοντα και κατά δεύτερον, δεν επιθυμεί διόλου να φαίνεται. Είναι κάτι σαν τον αόρατο άνθρωπο. Ο άνθρωπος-φωνή. Δεν θα τον δεις ποτέ! Μόνο θα τον ακούσεις στο τηλέφωνο υπερβολικά πολλές φορές μέχρι να σου βρει το κελεπούρι που γυρεύεις και που εκείνος πάντα διαθέτει, όπως ισχυρίζεται με σιγουριά.
Το κορίτσι πάντως επιμένει στο είκοσι πέντε. Δεν γνωρίζει τους επαγγελματικούς όρους του Γαβρίλη, έτσι δεν μπορεί να φανταστεί ότι τα στοιχεία του διαβατηρίου της -συμπεριλαμβανομένης της ημερομηνίας γέννησης- κυκλοφορούν ανάμεσά μας, ασχέτως ότι θα έπρεπε να είναι δηλωμένα και καταγεγραμμένα στα αρχεία κάποιας δημόσιας υπηρεσίας μετανάστευσης ή αλλοδαπών. Αυτό δεν φαίνεται να απασχολεί κανέναν από τους τρεις μας για την ώρα.
Εγώ, χρειαζόμουν άμεσα έναν άνθρωπο για βοήθεια. Κάμποσο καιρό αγωνιζόμουν ολομόναχη σ' ένα θλιβερό μαραθώνιο απόγνωσης, υποχρεώσεων κι ευθυνών. Τελικά, νομίζω ότι η αρρώστια των αγαπημένων ανθρώπων είναι από τα δυσκολότερα ζητήματα για να διαχειριστεί κανείς. Και πόσο αν αυτός ο αγαπημένος είναι η μία και μοναδική, η αναντικατάστατη μάνα.
Mια εσωτερική γυναίκα λοιπόν φαινόταν ότι θα μου έλυνε κάποια πρακτικά θέματα όπως: να μπορώ να βγαίνω από το σπίτι με το κεφάλι μου ήσυχο, να έχω τη δυνατότητα ν' ασχοληθώ με αμιγώς δικές μου υποθέσεις που από καιρό έχω παραμελήσει, να πάψω να επωμίζομαι νυχθημερόν τον άχαρο ρόλο της αποκλειστικής νοσοκόμας. Επιπλέον του ότι σου λύνει αρκετά πρακτικά προβλήματα, μια εσωτερική κοστίζει σαφώς λιγότερο από μια γυναίκα ωραρίου. Αυτές ήταν κάποιες από τις σκέψεις που με οδήγησαν στην απόφαση να επικοινωνήσω με το γραφείο ευρέσεως εργασίας "Ο Γαβρίλης". Στο πρώτο μισάωρο ο κύριος Γαβρίλης είχε κάμποσες περιπτώσεις να μου προτείνει. Την ίδια μέρα κιόλας μου έστειλε έξι κυρίες -τις καλύτερες κατά την κρίση του-, τις οποίες είδα κι απέρριψα. Ο Γαβρίλης δεν πτοήθηκε διόλου, ίσα-ίσα την επόμενη μέρα έγινε πιο δραστικός, και εξόρυξε για μένα "ένα πραγματικό διαμάντι", όπως χαρακτήρισε την Ταμάρα.
Μια μικρή στρουμπουλή κοπέλα από την Υπερκαυκασία που είχε βρεθεί στην Ελλάδα πριν δύο περίπου μήνες ακολουθώντας το δρόμο που χάραξε η μαμά της, οι θείες της, οι ξαδέλφες της και πάει λέγοντας.
Τις πρώτες μέρες, της μιλούσαμε και κοκκίνιζε. Χαμογελούσε αμήχανα ή κατέβαζε το βλέμμα όποτε της απευθύναμε το λόγο. Μια φορά, -εκείνων των πρώτων ημερών- έτυχε να
με πετύχει άξαφνα στο διάδρομο του σπιτιού, μόλις είχα βγει από το μπάνιο τυλιγμένη σε μια πετσέτα. Γούρλωσε τα μάτια, έβγαλε μια μικρή κραυγή, έσκυψε το κεφάλι και, με μια ταπείνωση που μου θύμισε καλόγρια, εξαφανίστηκε αλαφιασμένη από μπροστά μου.
Δεν μιλούσε γρι ελληνικά αλλά με ενημέρωσε θαρρετά ότι αυτό δεν ήταν πρόβλημα γιατί ήξερε αγγλικά. Όπως και να το κάνεις, αυτό ήταν ένα αισιόδοξο μήνυμα. Κυρίως το θάρρος με το οποίο συνόδευσε τη δήλωσή της. Μέρα με τη μέρα όμως η αισιοδοξία μου εξανεμιζόταν καθώς διαπίστωνα ότι τα καλά αγγλικά της Ταμάρας βρίσκονταν σε εμβρυϊκή κατάσταση. Τρομάζαμε να συνεννοηθούμε για τα στοιχειώδη. Λέξεις καίριας σημασίας για τη συνεργασία μας, όπως home, brother, nephew, glass, water, της ήταν παντελώς άγνωστες.
Έχει τελειώσει, λέει, και το Πανεπιστήμιο. Κατέχει πτυχίο στα Παιδαγωγικά, μας ενημέρωσε. Αυτή η πληροφορία αναφέρθηκε κι ως αδιάσειστη απόδειξη για το άριστο επίπεδο των αγγλικών της, αφού ως γνωστόν, οι ξένες γλώσσες είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τους φοιτητές των Πανεπιστημίων παγκοσμίως. Όπως επίσης παγκοσμίως -και δεν εξαιρούνται οι χώρες της Υπερκαυκασίας- το τέλος της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε βρίσκει κάπου στα δεκαεπτά, δεκαοκτώ, καλώς εχόντων των πραγμάτων, κι αν συνεχίσεις στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση, θα φας, στην καλύτερη, άλλα τρία με τέσσερα χρονάκια. Το όλον, μας οδηγεί κάπου στα είκοσι δύο - είκοσι τρία. Επιμένω, βάσει του διαβατηρίου της είναι δεκαοκτώ μισό. Ούτε καν δεκαεννιά...
Ακόμα, ευθύς εξ αρχής μας πληροφόρησε -με κάποια συστολή- ότι είναι λογοδοσμένη μ' έναν νεαρό πατριώτη της, ονόματι Βάσο. Σήμερα που μιλάμε, τόσο ο Βάσος όσο και κάθε αναφορά σ' αυτόν έχουν παραπέσει σε κάποιο αμνησιακό χαντάκι του μυαλού της. Δεν φαίνεται να έχει πια νόημα η ύπαρξή του, αφού σιγουρεύτηκε ότι σ' αυτό το σπίτι κανείς δεν έχει όρεξη να την βιάσει, κι ότι και του λόγου μου δεν είμαι καμιά διεστραμμένη λεσβία. Ίσως είχε τα δίκια της που επινόησε τον Βάσο αλλά δεν μπορώ να καταλάβω πως θα μπορούσε αυτή η επινόηση να λειτουργήσει αποτρεπτικά αν έπεφτε σε κανέναν ανωμαλιάρη εργοδότη... Επιπλέον, για να λέμε και την αλήθεια, η Ταμάρα δεν είναι απ΄τα κορίτσια που ανάβουν φωτιές όταν τα βλέπει κανείς...
Από τη στιγμή που έφτασε, της παραχωρήσαμε ένα φρεσκοβαμμένο φωτεινό δωμάτιο με όλο τον εξοπλισμό: κρεβάτι και στρώμα, ασορτί κομοδίνα, κλασάτες κουρτίνες, ένα μοδάτο πορτατίφ, μια άνετη πολυθρόνα, έναν ολόσωμο καθρέφτη, όλα καινούργια. Επιμελήθηκα η ίδια το ντεκόρ, πράγμα το οποίο εκτίμησε ιδιαιτέρως το νέο μέλος του σπιτιού. Μπαίνοντας, έριξε διστακτικά μια ματιά ολόγυρα, χαμογέλασε πλατιά και μ' αγκάλιασε λέγοντας: "Εφκταριστώ, εφκταριστώ, έκεις μεγκάλη καρντιά!". Όπως διαπίστωσα λίγες μέρες αργότερα, εκείνες, μαζί με τα "Καλημέρα, Καληνύχτα, Θέλετε κάτι; και Συγνώμη", ήταν οι μόνες ελληνικές λέξεις που είχε προλάβει να της μάθει η φουκαριάρα η μάνα της, κι αυτές, για τις ανάγκες της δουλειάς. Η αλήθεια είναι ότι δεν έχω καταλάβει ακόμα αν η χρήση της φράσης "έκεις μεγκάλη καρντιά" εξυπηρετεί επαγγελματικούς και μόνο (!) σκοπούς.
Η Ταμάρα δεν ήξερε να μαγειρεύει, πράγμα που αρχικά δημιούργησε μεγάλες δυσκολίες. Υπήρχε και το θέμα της γλώσσας βλέπεις. Έλεγε η μαμά "τώρα βάλε το κατσαρολάκι στο μάτι και τσιγάρισε το κρεμμύδι" και το μόνο που έπιανε η Ταμάρα, ήταν το ... μάτι της. Να μη μιλήσω για πολύ δύσκολες λέξεις όπως μαϊντανός, άνηθος ή γαρίδες. Έπρεπε να παρελάσει όλο το περιεχόμενο του ψυγείου από τα μάτια της μαμάς για να καταλήξουν στο σωστό πράγμα. Η μαγειρική της πάντως, με τις οδηγίες της μαμάς, βρίσκεται πλέον σε καλό δρόμο.
Σκέφτομαι ότι μάλλον ήταν καλύτερα που δεν σκάμπαζε τίποτα από κουζίνα, γιατί αν ερχόταν στο σπίτι μας έτοιμη να εφαρμόσει τις διατροφικές συνήθειες της πατρίδας της, είναι βέβαιο ότι θα μας έστελνε και τις δύο: μαμά και κόρη.
Όταν μετά την κοπιώδη διαδικασία του φαγητού εντέλει έφευγαν από την κουζίνα, τα πράγματα γίνονταν ακόμα πιο δύσκολα. Γιατί άντε και μοστράρεις όλα τα ζαρζαβατικά του ψυγείου μέχρι να πετύχεις το σωστό, τι συμβαίνει όμως όταν οι πιθανότητες εντοπισμού άγνωστου αντικειμένου διευρύνονται σε όλο το σπίτι; Και, δε λες και μικρό το σπίτι μας... Ας πούμε, ζήταγε η μαμά ένα depon (σημειωτέον ότι ανάμεσα στις παράπλευρες απώλειες της ασθένειας της μαμάς είναι και η βαρηκοΐα). Καθώς η πρώτη προφορική προσπάθεια συνεννόησης συνήθως κατέληγε σε φιάσκο, άρχιζε μια απίστευτη παντομίμα, με τη μαμά να παλεύει να εξηγήσει και την Ταμάρα να ζορίζεται να καταλάβει. Δεν είχαν πάντα επιτυχία. Ακόμα και τώρα, τρεις μήνες μετά, που η πρόοδος στην μεταξύ μας επικοινωνία είναι αναμφισβήτητα αξιοθαύμαστη, συμβαίνει να ζητήσει η μαμά ένα depon και η Ταμάρα να βγάλει από το ψυγείο ένα πεπόνι!
Είναι πολύ περήφανη για τη χώρα της και βρίσκει διαρκώς ευκαιρίες για να αναφέρει υπεροχές και δόξες του τόπου της και των συμπατριωτών της. Πρόσφατα, σε μια -ο Θεός να την κάνει- συζήτηση, είπα αφελώς -και καθόλου αλαζονικά- ότι εκείνη δεν δικαιούται κάποια άσχετη παροχή διότι δεν είναι πολίτης της Ε.Ε. Με πληροφόρησε θιγμένη ότι και η χώρα της ανήκει στην Ευρώπη όσο και η δικιά μου. Ήταν τόσο απόλυτη η δήλωσή της που, αμέσως μετά το σκηνικό, μπήκα στο Internet μήπως κι έπεφτα τόσο έξω σχετικά με το ποιές χώρες ανήκουν στην Ε.Ε. Όσο και να σερφάρισα πάντως, δεν βρήκα κανένα Υπερκαυκάσιο κράτος στην Ε.Ε.
Έχω μάθει πολλά για τον τόπο της. Ξέρω, ας πούμε, απέξω όλο το τελετουργικό και τις παραδόσεις που αφορούν το γάμο στην πατρίδα της. Η Ταμάρα έχει ψύχωση με τους γάμους. Το χόμπι της είναι να βλέπει στο youtube βίντεο γάμων που ανεβάζουν -εκεί- οι συμπατριώτες της. Αναρωτιέμαι αν η εμμονική προσκόλλησή της στο γάμο, συναντά σ΄αυτό το χόμπι τη νοσταλγία για την πατρίδα της, ή μήπως απλά η χώρα της είναι η μοναδική στον κόσμο που αναρτά γαμήλια βίντεο στο youtube; Για να καταλάβει κανείς την εμμονή της με το γάμο, αρκεί να πω ότι όταν γνωρίζει νέο πρόσωπο ή όταν αναφερόμαστε σε κάποιον -που ενδεχομένως εκείνη δεν ξέρει-, η πρώτη ερώτηση που κάνει -πάντα με πραγματικό ενδιαφέρον- είναι: "Είναι παντρεμένος/η;". Δεν αντιλαμβάνομαι τι συμπεράσματα μπορεί να βγάλει κανείς απ' αυτή την πληροφορία αλλά οφείλω να σεβαστώ ότι γι΄εκείνη είναι ζωτικής σημασίας.
H αλήθεια είναι ότι η μαμά πολύ το διασκεδάζει τα βράδια που έχουν προβολή γάμων στο laptop της Ταμάρας. Κεφάρουν τρελά να σχολιάζουν και να ανταλλάσουν απόψεις για τα νυφικά, για τα χτενίσματα των νυφάδων, για το ύφος των γαμπρών, για τη διαφορά των ηλικιών τους, για το πόσο ταιριασμένοι μοιάζουν. Α! ένας γάμος έχει πολλά ζητήματα να καταπιαστείς. Αυτό που κατεξοχήν ενθουσιάζει όμως και τις δυό τους είναι η σκηνοθεσία της προβολής. Όσο πιο πολλές καρδιές -ροζ, κόκκινες ή ακόμα κι από φωτάκια- ξεπροβάλλουν από το πουθενά κυκλώνοντας τους νεόνυμφους, τόσο πιο πετυχημένο κρίνεται το βίντεο. Σε τέτοιες περιπτώσεις, μετά τα καθιερωμένα ενθουσιώδη επιφωνήματα πέφτουν και κάνα δυό χειροκροτήματα. Η μαμά κι η Ταμάρα έχουν εφεύρει κάποιους αυτοσχέδιους όρους γι΄αυτά τα βίντεο. Για παράδειγμα συνδέουν άμεσα το πόσο αγαπημένο κι ευτυχισμένο είναι ένα ζευγάρι νεόνυμφων με τη σκηνοθετική άποψη που έχει εμπνευστεί για το βίντεό του, οπότε τα ζευγάρια που έχουν επιλέξει, οι θεαματικές καρδιές τους να σχηματίζονται από λευκά περιστέρια, βγαίνουν ασυζητητί εκτός συναγωνισμού. Τις επιλογές με τα καλύτερα θέλουν να τις δείχνουν και σε μένα, έτσι, δυο-τρεις φορές, έχω γίνει μάρτυρας αυτής της αλλοπρόσαλλης αισθητικής αντίληψης. Στο βίντεο νούμερο 2 (νομίζω είναι το 2) στη λίστα των κορυφαίων τους, η μουσική υπόκρουση είναι το "My heart will go on", το τραγούδι από τον Τιτανικό. Το ζευγάρι των νεόνυμφων, σκαρφαλωμένο σε μια χωριάτικη πεζούλα που από κάτω έχει κολλημένη λίγη θάλασσα και μπροστά ένα σίδερο εν είδει κουπαστής, μιμείται το αγκάλιασμα των Ντι Κάπριο - Γουίνσλετ στην πλώρη του καραβιού, ξέρετε...λίγο πριν βουλιάξει το καράβι και γίνουν όλα ρημαδιό. Το νούμερο 1, αν δεν μπερδεύω τη σειρά, είναι ένα πολύ εφετζίδικο στο οποίο η νύφη δεν μοιάζει πάνω από δεκατριών-δεκατεσσάρων ετών και πιθανότατα τόσο είναι στ' αλήθεια. Από τα λεγόμενα της Ταμάρας, έχω βγάλει το συμπέρασμα ότι όσο μικρότερο το κορίτσι - νύφη τόσο καλύτερα για όλους. Εννοείται ότι είναι αδιανόητο κάποιος/α να μείνει ανύμφευτος/ ανύπαντρη σ' αυτή τη χώρα. Καμιά σχέση με το δικό μας "ράφι", εκεί μιλάμε για την υπέρτατη ταπείνωση, τη χειρότερη των μομφών.
Δεν φαίνεται να τους πολυαπασχολεί πάντως ότι τα διαζύγια, τα νόθα παιδιά κι οι μοιχείες έχουν χτυπήσει κόκκινο εκεί πάνω. Ανέχεια, ναρκωτικά και ανεξέλεγκτο πιοτί σέρνουν τ' άρματα των αχαλίνωτων παθών τους. Είναι κάπως μπερδεμένοι... φοβάμαι ότι η υπέρμετρη παρακολούθηση τηλεόρασης επιτείνει το τεράστιο εγκεφαλικό, κοινωνικό και πολιτιστικό κομφούζιο που βιώνουν. Τελικά, η δορυφορική έχει κάνει χοντρή ζημιά...
Χάρηκε όταν έμαθε ότι Τετάρτη και Παρασκευή τηρούμε νηστεία στο σπίτι μας. Δεν φανταστήκαμε όμως πόσο θα στράβωνε όταν μια Τετάρτη είδε να βγαίνει τυρί (!) πάνω στο τραπέζι. Ομολογώ ότι στο σφάλμα αυτό πέφτω μόνον εγώ, της δίνω δε τη χαριστική βολή όταν τη ρωτάω αφηρημένα μήπως θέλει κι εκείνη λίγο τυράκι. Αν δεν ήμουν η εργοδοσία, νομίζω ότι θα μ' είχε προσβάλλει άσχημα...
Απ΄όταν άρχισε να νοιώθει εμπιστοσύνη κοντά μας, θέλει να εκφράζει την άποψή της επί παντός επιστητού, κυρίως όμως για γάμους, θρησκεία κι αυτοκίνητα (;).
Για το γάμο, λίγο πολύ έχουμε καταλάβει. Το πασίγνωστο στερεότυπο: ο απώτατος σκοπός της ζωής κι οι επιταγές γονιών και παράδοσης, είναι ο γάμος κι η δημιουργία οικογένειας. Δεν μπορώ να μην σχολιάσω ότι το θέμα με τα στερεότυπα είναι πως όσο μονολιθικά και ρηχά κι αν φαίνονται, κρύβουν μέσα τους κάποια αλήθεια...
Η θρησκεία είναι το άλλο αγαπημένο θέμα με το οποίο καταπιάνεται η Ταμάρα, είτε αναπτύσσοντας κάτι παιδαριώδη επιχειρήματα που έχει ακούσει εδώ κι εκεί, ή αναπαράγοντας παρερμηνευμένα εδάφια από τις Γραφές, είτε υπερασπιζόμενη κάτι υπεραιωνόβιες θρησκευτικές δοξασίες. Κι όλα αυτά ποτισμένα μ' έναν άκρατο φανατισμό στο λόγο και στο ύφος. Είναι χριστιανή. Ορθόδοξη, όπως κι εμείς. Έχουν περάσει εκατοντάδες χρόνια από την Τουρκοκρατία, όμως προσπαθώ να βρω συσχετισμούς ανάμεσα σ' αυτά που ακούω από τη Ταμάρα και στο θρησκευτικό συναίσθημα των προγόνων μας εκείνης της μακρινής περιόδου. Και πάλι, λιγότερο φανατισμένοι μου φαίνονται οι δικοί μας. Ίσως βρω κάτι παρόμοιο αν ανατρέξω στο Μεσαίωνα. Θα δω...
Πριν λίγες μέρες, εκεί που ρεμβάζαμε οι τρεις μας στο μπαλκόνι, ξαφνικά, η Ταμάρα σηκώνεται όρθια, μας γυρνάει την πλάτη, βαράει μια προσοχή κι αρχίζει να κάνει μεγαλόπρεπα το σταυρό της. Την κοιτούσαμε σαστισμένες και προσπαθούσαμε να καταλάβουμε τι της συνέβη. Εκείνη πάντως, δεν ήταν σε θέση να μας απαντήσει. Σταυροκοπιόταν με έντονες κινήσεις και μας έγνεφε ευγενικά να μην την ενοχλούμε. Άλλο και τούτο...Το μόνο που έπιαναν οι τεντωμένες αισθήσεις μου εκείνη την ήσυχη ώρα, ήταν το ρολόι της κοντινής εκκλησίας που χτυπούσε την ενδεκάτη βραδινή… Ξέρετε, σε μερικές εκκλησίες στο ακριβώς κάθε ώρας χτυπάει μια μικρή καμπάνα τις αντίστοιχες φορές. Αυτό είχε ακούσει κι η Ταμάρα κι έσπευσε ως πιστή Χριστιανή ν’ ανταποκριθεί, πιστεύοντας ότι πρόκειται για κάποιο θείο κάλεσμα. Τρομάξαμε να της εξηγήσουμε ότι η καμπάνα που σημαίνει την ώρα δεν έχει καμία σχέση με την λειτουργία ή με οποιοδήποτε θρησκευτικό κάλεσμα, ειδικά στις έντεκα η ώρα το βράδυ μιας συνηθισμένης Τρίτης.
Ένα βράδυ πάλι μας έλεγε τσαμπουκαλεμένη ότι θεωρεί απαράδεκτο που εδώ στην Ελλάδα, στο εκλέζια (στην εκκλησία δηλαδή, χρησιμοποιεί πολύ συχνά αυτή τη λέξη γι' αυτό είμαι σίγουρη για το νόημά της), οι γυναίκες δεν φοράνε μαντήλι στο κεφάλι και δεν κάνουν πολλές μετάνοιες μπροστά στις εικόνες. Μιά το τυρί στο τραπέζι τις Τετάρτες, μια το ξέσκεπο κεφάλι μου, μια η αποχή μου απο τις μετάνοιες, δεν θέλει και πολύ για να καταταγώ στους κόλπους των "…όχι και τόσο ευλαβών" της συνείδησής της.
Για την ιστορία ν' αναφέρω ότι το επιχείρημά της για την αναγκαιότητα του κεφαλομάντηλου είναι το εξής πανίσχυρο: "Γιάτι; Η Παναγίτσα, η Αγία Παράσκευη, η Αγία Μαρίνα, όλα φοράνε μαντήλι. Έτσι πρέπει κι εμείς, ΟΛΑ!". Για τις μετάνοιες δεν έχω καταλάβει ακριβώς, αλλά νομίζω ότι λέει κάτι για χρωστούμενες αμαρτίες... Μη λέω κι ανακρίβειες, δεν ξέρω! Στην πατρίδα της, κοινωνάει τα τελευταία τέσσερα χρόνια -απ΄όταν βαφτίστηκε δηλαδή- τρείς με τέσσερις φορές το μήνα. Εννοείται ότι πριν, επισκέπτεται τον παπά για εξομολόγηση. Εδώ στην Ελλάδα, αντιμετωπίζει κάποιες δυσκολίες με το ζήτημα. Τις προάλλες, για παράδειγμα, είχε αποφασίσει να κοινωνήσει αλλά δεν κατάφερε να εξομολογηθεί τηλεφωνικώς στον παπά της αφού, μες στο κατακαλόκαιρο, ακόμα κι εκείνος είχε πάει για τα μπάνια του. Οπότε, η δική της κοινωνία ματαιώθηκε. Ευτυχώς, κατάφερε να κοινωνήσει η μαμά. Ήταν πραγματικός άθλος αλλά το ήθελε από καιρό. Όταν γυρίσαμε σπίτι, απ' όλη αυτή την υπερπροσπάθεια, οι δυνάμεις της την εγκατέλειψαν. Ξάπλωσε στο κρεβάτι κι έκλεισε τα μάτια. Το χρώμα της είχε χαθεί. Πόναγε κι ανακατευόταν. Σκεφτόταν ότι πριν λίγο είχε κοινωνήσει και δεν ήθελε να καταλήξει να κάνει εμετό. Της χάιδευα το μέτωπο και της έλεγα ότι είναι λάθος να σκέφτεται μ’ αυτό τον τρόπο. -Η μαμά είναι άρρωστη κι είμαι βέβαιη ότι η ευλογία πρόλαβε και δόθηκε στην ψυχή και στο σώμα της. Τίποτα δεν θ' άλλαζε αν έκανε εμετό-. Τότε μπήκε η Ταμάρα στο δωμάτιο, κοίταξε έντρομη το λεκανάκι που κρατούσα στο χέρι μου κι όταν κατάλαβε για τι ακριβώς πρόκειται, είπε με αυστηρή φωνή : "Ντεν μπορεί! Ντεν μπορεί να κάνει τώρα εμέτο! Απαγκορεύεται!"(!) Ευτυχώς, ο δικός μου καλός Θεούλης αφού πρώτα συγκράτησε την οργή μου, μετά έβαλε κι ένα χεράκι στην όλη κατάσταση: η μαμά γλίτωσε τον εμετό, γρήγορα ξαναβρήκε το χρώμα της κι όλα πήραν τη σειρά τους...
Ευχαριστώ Κύριε!
Ήταν ένα Σαββατιάτικο πρωινό του Αυγούστου. Η βεράντα εκείνη την καλοκαιρινή ώρα έχει την τιμητική της. Οι ενοικιαστές του διπλανού διαμερίσματος είχαν μαζευτεί στο πεζοδρόμιο για να καμαρώσουν το καινούργιο αυτοκίνητο της μικρής τους κόρης. Είναι μια οικογένεια κάπως παλαιών αρχών, που τα βγάζει πέρα σχετικά δύσκολα. Ο πατέρας, ένας καλοστεκούμενος πενηνταπεντάρης άντρας, είναι συνταξιούχος εργάτης των διυλιστηρίων. Η μητέρα, η κυρία Πόπη, μια ασουλούπωτη πολυλογού, παλεύει πραγματικά μ' όλα της τα όπλα για την ευημερία της φαμίλιας της. Είναι άδικο, αλλά η κακομοίρα... δεν διαθέτει και κανένα ισχυρό οπλοστάσιο... Έχουν δύο κόρες, γύρω στα τριάντα, τόσο αδιάφορες που και γυμνές να περάσουν δίπλα σου, μάλλον δεν θα τις προσέξεις. Δουλεύουν κι οι δυο, τηλεφωνήτριες. Ανήκουν στην γενιά των επτακοσίων πενήντα ευρώ. Τι να πρωτοκάνουν μ' αυτά τα λεφτά, ειδικά όταν το ωράριό τους είναι τόσο απάνθρωπο, που τα βράδια τις αφήνει κατάκοπες κι απελπισμένες στα κρεβάτια τους. Η κοινωνική τους ζωή περιορίζεται στις Σαββατιάτικες βόλτες με τον μπαμπά και τη μαμά σε καμιά Βάρκιζα, το μακρύτερο. Πρόσφατα μάθαμε ότι η μεγάλη κόρη λογοδόθηκε. Η πρώτη αυθόρμητη σκέψη που ήρθε στο μυαλό μου ήταν, που μπορεί να γνώρισε αυτό το αδιάφορο κορίτσι τον μελλοντικό σύζυγό της. Δεν ήθελε και πολύ να πάρω την απάντηση, αφού σε λίγο η κυρά Πόπη αράδιαζε όλες τις λεπτομέρειες. Η οικογένεια του γαμπρού είχε τα ενοικιαζόμενα δωμάτια στο χωριό που τυχαία επέλεξαν οι γείτονες για να περάσουν τις διακοπές τους, πριν από περίπου είκοσι πέντε χρόνια. Οι γονείς και τα πεντάχρονα παιδιά έκαναν καλή παρέα τότε. Πέρσι, οι διπλανοί αποφάσισαν να κάνουν και πάλι τις διακοπές τους σ' εκείνο το χωριό. Είχαν να πάνε καμιά εικοσαριά χρόνια. Η επιχείρηση με τα ενοικιαζόμενα δωμάτια της οικογένειας του γαμπρού υπήρχε ακόμα, οπότε ξαναβρέθηκαν. Πέρασαν πολύ ωραία κι οι μεγάλοι και τα παιδιά -που τώρα όλα είναι πάνω από τριάντα χρονών-, τόσο, που αποφάσισαν να ξαναβρεθούν στην Αθήνα. "Έπεσαν τα σχετικά τηλεφωνήματα" όπως είπε η κυρα-Πόπη, και μετά δεν άργησε και πολύ να ομολογήσει το παλικάρι ότι η κόρη της οικογένειας των διπλανών, ήταν ο παιδικός του έρωτας. Τώρα, οι γείτονες είναι πολύ χαρούμενοι κι ανακουφισμένοι, αφού η αποκατάσταση των κοριτσιών δεν είναι και καμιά εύκολη υπόθεση... Βέβαια, έχουν ακόμα τη μικρή να "δώσουν", αλλά θα' ρθει κι εκείνης η ώρα. Άλλωστε, αυτή τους έδωσε μια άλλη μεγάλη χαρά τελευταία: αγόρασε το πρώτο της αυτοκίνητο. Είναι ένα μικρό γιαπωνέζικο αυτοκινητάκι, ιδανικό για πόλη.
Η Ταμάρα κοιτούσε απ' το μπαλκόνι όλο περιέργεια το σκηνικό για τα καλορίζικα του αυτοκινήτου. Εδώ και καιρό, ρωτάει και ξαναρωτάει μάρκες και τιμές αυτοκινήτων. 'Ο,τι κινείται στο δρόμο και της γυαλίζει στο μάτι, απ' το μπαλκόνι... Της δίνω τις πληροφορίες που ζητάει αλλά προσπαθώ να της κάνω σαφές ότι πρέπει να έχει κανείς δίπλωμα για να οδηγήσει αυτοκίνητο. Α! και να είναι νόμιμος πολίτης αυτής της χώρας, αν κι αυτό αποφεύγω να της το πω. Φοβάμαι μήπως το πάρει στραβά.
Τις προάλλες αγόρασα την Χρυσή Ευκαιρία για να ρίξω μια ματιά στην αγορά των ακινήτων. Το παράρτημα με τα αυτοκίνητα, που δεν χρειαζόμουν, πέρασε στα χέρια της Ταμάρας, η οποία άρχισε να κυκλώνει μ' ένα στυλό τις φωτογραφίες με τα μοντέλα που την ενδιέφεραν. Καθόμουν δίπλα της στο τραπέζι της κουζίνας κι έτσι είδα καθαρά ότι είχε μαρκάρει ένα Mercedes 2000 cc, ένα Audi RS4 κι ένα θηριώδες Range Rover. Μετά απ΄αυτό, μπόρεσα και παρέμεινα cool στο σχόλιο που έκανε για τ' αυτοκίνητο της γειτονοπούλας: "Δεν μ' αρέζει κατόλου ατό ατοκίνητο! Τι είναι ατό; Είναι πολύ μίκρο! Εγκώ αρέζει μόνο τζζίπ!".
Κάθε Κυριακή η Ταμάρα έχει ρεπό. Φεύγει από το σπίτι στις οκτώ το πρωί για να προλάβει και... λίγη εκλέζια. Μετά, πηγαίνει στη μαμά της που είναι εσωτερική σ' ένα σπίτι στο Παγκράτι. Εκείνη δεν παίρνει ποτέ ρεπό, φροντίζει μια κατάκοιτη γυναίκα που ζει μόνη. Σ' εκείνο το σπίτι, απ΄ότι μας έχει πει, συγκεντρώνονται συγγενείς και φίλοι απ΄την πατρίδα της, και συνήθως τα Κυριακάτικα μεσημέρια πηγαίνουν όλοι μαζί για μπάνιο. Την πρώτη φορά που πήγε μαζί τους η Ταμάρα, γύρισε το βράδυ ζαβλακωμένη και κατακόκκινη. Είχε μια ήπια ηλίαση κι ένα μέτριο έγκαυμα. Όλη νύχτα βόγκαγε. Έκτοτε, προσέχει περισσότερο όταν πάει για μπάνιο. Όχι πολλά πράγματα: κάθεται λιγότερη ώρα έξω και περισσότερη μέσα στο νερό. Το αντηλιακό, της ακούγεται περισσότερο σαν δική μου ιδιοτροπία παρά σαν είδος πρώτης ανάγκης. Το ίδιο κι η ομπρέλα ή το καπέλο. Στο μόνο που δείχνει συνέπεια είναι στα γυαλιά ηλίου κι αυτό γιατί της δίνουν στυλ.
Δεν ξέρει κολύμπι όπως κι οι περισσότεροι συμπατριώτες της, κι αυτός είναι ο λόγος που πιστεύουν ότι μπορούν να μπαίνουν στη θάλασσα φαγωμένοι, πιωμένοι ή χαπακωμένοι. Παρά τα απίστευτα πολυάριθμα περιστατικά πνιγμών που καταγράφονται στη χώρα της, η πλειοψηφία του λαού εξακολουθεί να μην πολυενδιαφέρεται για το θέμα.
Οι κυριακάτικες εξορμήσεις στη θάλασσα την έχουν προβληματίσει λιγάκι τελευταία. Από την αρχή που ήρθε σπίτι είχε εκφράσει την επιθυμία να χάσει μερικά κιλά, αλλά μετά τη θάλασσα έχει ανεβάσει πολύ ψηλά τον πήχη, με αποτέλεσμα να μην τρώει σχεδόν τίποτα. Όταν την γνωρίσαμε ήταν γύρω στα ογδόντα πέντε κιλά, με ύψος κοντά στο ένα κι εβδομήντα. Στο μήνα πάνω είχε χάσει πέντε κιλά αφού ακολουθούσε θέλοντας και μη τις δικές μας διατροφικές συνήθειες. Από τότε μέχρι σήμερα όμως, που εφαρμόζει την ξεπερασμένη τακτική του φερμουάρ, μπορεί να έχει πάρει και κάνα δύο κιλά ακόμα. Κάνω κάποιες προσπάθειες να της εξηγήσω γιατί, ενώ δεν τρώει, παχαίνει, αλλά πέφτουν στο κενό. Μου το ξεκαθάρισε, είναι αποφασισμένη να γίνει σαν την Μόνικα Μπελούτσι. Δεν της αρέσει και το πολύ αδύνατο...
Δεν μπορώ να πω, έχει κάποιες ομοιότητες με τη Μόνικα: ύψος, μαύρα μαλλιά, καστανά μάτια, ανοιχτόχρωμο δέρμα, α!, κι ωραία ίσια δόντια! Δεν μπορείς να πεις ότι είναι και λίγα. Για φαντάσου να έβαζε στόχο να γίνει σαν την Ούμα Θέρμαν που επίσης είναι ίνδαλμά της. Από που να ξεκινούσε; Χρώμα μαλλιών, χρώμα ματιών, σχήμα προσώπου, ύψος, καμιά τριανταριά κιλά κάτω...άσε καλύτερα. Ενώ με τη Μόνικα έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο. Έχει εντοπίσει τις ατέλειες που την κρατούν μακριά από το πρότυπό της κι είναι αποφασισμένη να τις διορθώσει όλες. Μας ενημέρωσε ότι κάποιες απ΄αυτές, όπως τα κιλά, θα διορθωθούν άμεσα, και κάποιες άλλες, όπως μύτη, αυτιά, χείλη, βυζιά και γάμπες, όταν βρεθούν τα χρήματα για τις πλαστικές επεμβάσεις.
Την περασμένη βδομάδα μου ανακοίνωσε και μια νέα απόφασή της: να σπουδάσει ψυχολογία! Μετά την Παιδαγωγική; Αναρωτιέμαι μήπως είναι πολλά τόσα πτυχία για ένα κορίτσι του τύπου της. Από τη συζήτηση που κάναμε μετά απ΄αυτή την νέα ανακοίνωση, επιβεβαίωσα ότι η Ταμάρα δεν έχει τελειώσει καλά-καλά το λύκειο κι επίσης ότι οι σπουδές στην πατρίδα της είναι γενικά της πλάκας. Σε μια ύστατη προσπάθεια να φανούν ισάξιοι κι ανταγωνιστικοί στο κυρίαρχο ευρωπαϊκό στερέωμα, έχουν παραδώσει άνευ όρων τα Πανεπιστήμια στο λαό, με αποτέλεσμα να παίρνεις πτυχίο πιο εύκολα απ’ ότι παίρνεις τυρόπιτα. Κοντολογίς, ο Θεός να σε φυλάει απ’ τους γιατρούς στα μέρη της...
Κωνσταντίνα Γιαννακούρα http://nineserenades.blogspot.com
ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ ΠΑΤΗΣΤΕ ΕΔΩ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου